-
1 επαειρω
-
2 ἐπαείρω
-
3 ἐπαείρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαείρω
-
4 ἐπαείρω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπαείρω
-
5 ἐπαείρω
ἐπ-αείρω, = ἐπαίρω, erheben, emporheben; ἐπάειραν αὐτὸν ἁμαξάων, sie hoben u. legten ihn auf den Wagen -
6 ἐπ-αίρω
ἐπ-αίρω (vgl. ἐπαείρω), 1) erheben, emporheben, -richten; κρᾶτα Eur. Suppl. 301; ἐμέ, ϑύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie ἱστία, aufziehen, Ggstz ὑφίημι, Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας ἔργον ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ ϑερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρϑέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήϑει Plat. Rep. IV, 434 a; οὔτε τιμῇ ἐπαρϑεὶς οὔτε χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισϑοῦ Thuc. 7, 13; μισϑῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρϑην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ ϑρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσϑαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmüthig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; πρός τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασϑε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα ϑεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.
-
7 ἐπαίρω
ἐπαίρω, [dialect] Ion. and poet. [full] ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: [tense] fut. ἐπᾱρῶ ([var] contr. from ᾰερ-) E.IA 125 (anap.), Supp. 581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: [tense] aor. ἐπῆρα, part.Aἐπάρας Hdt.1.87
, etc.: [tense] pf. , Them.Or.8.114b:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon.., Il.7.426;ὀβελοὺς.. κρατευτάων ἐπάειρας 9.214
.2 lift, raise,κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80
;καί μ' ἔπαιρε S.Ph. 889
;ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT 1276
codd.;ἐπάειρε δέρην E.Tr.99
(anap.);ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996
;σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis
l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24;οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132
;ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291
; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—[voice] Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [ λόγχην] E.IT 1484;ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba. 789
;ἱστούς Plb.1.61.7
;βακτηρίαν Plu.2.185b
: metaph.,τί.. στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT 635
; ;κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17
.4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.5 [voice] Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys. 937;ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54
.6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.II stir up, excite,πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα.. ἦν Hdt.1.204
;τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT 1328
;πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23
;ἐ. θυμόν τινι E.IA 125
;τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl. 173
;ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64
; urge on,Them.
Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf.,εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90
, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192;ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42
, cf. Ra. 1041;ἐ. τινὰ ὥστε.. E.Supp. 581
; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or. 286:—[voice] Pass., to be roused, led on, excited,τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90
, cf. 5.91;τοῖσι δωρήμασι Id.7.38
;τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37
;ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10
; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R. 434b, 608b; ;τῇ ἐλπίδι ὡς.. Th.1.81
, cf. Lys.9.21;τοῖς λόγοις Th.4.121
;δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37
(soτὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25
);ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13
;ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108
;ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12
.[24]: c. inf.,ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10
; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr. 232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior.., Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and soἙλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11
.2 [voice] Pass., also, to be elated at a thing,εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81
;ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
, cf. 1.212, 4.130;ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25
;πρός τι Th.6.11
, 8.2;ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4
: abs., Th.4.18.
См. также в других словарях:
επαείρω — ἐπαείρω (Α) ιων. και ποιητ. τ. τού ρ. έπαίρω* … Dictionary of Greek