-
1 λαγαρος
31) впалый2) мягкий, гибкий(αὐχήν Xen.)
3) скудный, бедный(ποπάνευμα Anth.)
4) тонкий, узкий(κίονες Plut.)
κατὰ τὸ λαγαρότατον Plut. — в самом узком месте (дороги)5) тонкий, стройный(τὸ ἀράχνιον Arst.)
6) стих. усеченный в середине на одну мору, т.е. имеющий краткий слог вместо долгого(στίχος Plut.)
-
2 λαγαρός
λαγαρός (vgl. λαγώς u. λαπαρός), hohl eingesunken, schmächtig, im Ggstz des Strassen, Angespannten, Geschwollenen, Hippocr.; γαστήρ, Ar. Eccl. 1167; τὰ κάτωϑεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς κενεῶνας, Xen. Cyn. 4, 1 u. öfter; vom Wege, schmal, Cyn. 6, 5, wie κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war, Plut. Cam. 25; von Säulen, πέρα τοῦ καλοῦ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες, Plut. Poplic. 15; ποπάνευμα, Philp. 10 (VI, 231), nachher durch ὑπόκενον erkl.; von Kameelen, D. Sic. 2, 54; u. übertr., τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας, Themist. or. 6 p. 222; – λάπτειν erkl. Ath. VIII, 363 a durch τὸ τὴν τροφὴν πέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσϑαι; – στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Sylbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind, wie z. B. βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα, Od. 10, 60; vgl. Ath. XIV, 632 c; Drac. p. 7, 15. – Adv. λαγαρῶς, Philostr. imagg. 2, 2.
-
3 λαγαρός
λαγαρόςhollow: masc nom sg -
4 λαγαρός
A hollow, sunken, of an animal's flanks, X.Cyn.4.1; of the right ventricle, - ωτέρη Hp.Cord.4;λαγαρᾷ.. τῇ γαστρί Philostr. Im.2.21
; τὰς λ. (sc. γαστέρας) Ar.Ec. 1167; λ. κύκλοι sunken, flattish, of the tortoise, Philostr.Im.1.10; λ. ποπάνευμα (cf. ) AP 6.231 (Phil.): [comp] Comp., Hp. l.c.: [comp] Sup., κατὰ τὸ -ώτατον in the least defensible part, Plu.Cam.25.2 slack, loose,αὐχὴν λ. τὰ κατὰ τὴν συγκαμπήν X.Eq.1.8
; of camels, D.S.2.54. Adv. -ρῶς, ἱππασθείς Philostr.Im.2.2
.b metaph.,τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας Them.Or.18.222d
. Adv. [comp] Comp. - ώτερον, opp. σφοδρότερον, πλῆξαι τὴν χορδήν Theo Sm.p.72 H.3 thin, narrow, δρυμῶνες (cj.) X.Cyn.6.5; of columns, lanky, D.H.16.3, Plu.Publ.15; of men, emaciated, Thphr.HP9.10.3.4 in Metric, στίχος λ., opp. προκοίλιος, a ' thin-waisted' verse, with a short syllable for a long one in the interior, like Il.23.493, cf. Ar.Ec. 1167, Plu.2.397d, Ath.14.632e, Sch.Heph.p.289 C.5 in Arist.HA 622b23 ([comp] Comp., s.v.l.), where it is an epith. of spiders, some expl. it to mean lank, meagre, some agile, nimble.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγαρός
-
5 λαγαρός
λαγαρός, hohl eingesunken, schmächtig, im Ggstz des Straffen, Angespannten, Geschwollenen; vom Wege: schmal; κατὰ τὸ λαγαρώτατον, wo es am schmalsten war; von Säulen; von Kamelen; στίχοι λαγαροί heißen bei den Grammatikern die in der Mitte eine kurze Silbe statt einer langen haben, in der Mitte zu dünn, schmächtig sind -
6 λαγαρός
I, ή, ό1) очищенный от примесей, рафинированный;λαγαρο χρυσάφι — чистое золото;
2) чистый, прозрачный (о жидкости);3) перен. кристально чистый, честный, безупречный (о человеке) λαγαρός2II, ά, όν вялый, рыхлый, дряблый -
7 λαγαρός
berrak -
8 λαγαρός
limpidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λαγαρός
-
9 limpid
λαγαρός -
10 λαγαρά
λαγαρόςhollow: neut nom /voc /acc plλαγαρά̱, λαγαρόςhollow: fem nom /voc /acc dualλαγαρά̱, λαγαρόςhollow: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 λαγαρώτερον
λαγαρόςhollow: adverbial compλαγαρόςhollow: masc acc comp sgλαγαρόςhollow: neut nom /voc /acc comp sg -
12 λαγαρόν
λαγαρόςhollow: masc acc sgλαγαρόςhollow: neut nom /voc /acc sg -
13 λαγαρώτατα
λαγαρόςhollow: adverbial superlλαγαρόςhollow: neut nom /voc /acc superl pl -
14 λαγαρώτατον
λαγαρόςhollow: masc acc superl sgλαγαρόςhollow: neut nom /voc /acc superl sg -
15 λαγαραί
λαγαρόςhollow: fem nom /voc pl -
16 λαγαρούς
λαγαρόςhollow: masc acc pl -
17 λαγαρωτέρη
λαγαρόςhollow: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
18 λαγαρή
λαγαρόςhollow: fem nom /voc sg (epic ionic) -
19 λαγαρώτατοι
λαγαρόςhollow: masc nom /voc superl pl -
20 λαγαρώτερος
λαγαρόςhollow: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
λαγαρός — hollow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
λαγαρός — ή, ό καθαρός, διαυγής (για υγρά): Λαγαρό κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγαρά — λαγαρός hollow neut nom/voc/acc pl λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc/acc dual λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρώτερον — λαγαρός hollow adverbial comp λαγαρός hollow masc acc comp sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρῶν — λαγαρός hollow fem gen pl λαγαρός hollow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρόν — λαγαρός hollow masc acc sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρώτατα — λαγαρός hollow adverbial superl λαγαρός hollow neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρώτατον — λαγαρός hollow masc acc superl sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαραί — λαγαρός hollow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαροῖς — λαγαρός hollow masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)