Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔχθραν

См. также в других словарях:

  • ἐχθράν — ἐχθρά̱ν , ἐχθρός hated fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχθραν — ἔχθρᾱν , ἔχθρα hatred fem acc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱν , ἔχθρη hatred fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • вражьба — ВРАЖЬБ|А (2*), Ы с. Вражда: ни... простерьти подобаеть вражьды... ||...ибо иже ни досажа˫а. ни тѩжьбы. творѩ. ни вражбы простира˫а... тамо оканьства себе избавлѩ˫а. (ἔχϑραν) ПНЧ XIV, 31 32; што хто приемлеть собѣ дерьжить. вражбою бо за… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вражьда — ВРАЖЬД|А (134), Ы с. Ненависть, вражда, злоба: то люди цр҃квныѣ б҃адѣлныѣ мiтропѡлитъ или п(с)пъ вѣдаѥть межи ими. соудъ... или вражда... аже будеть иномоу чл҃вкоу с тымъ чл҃вкомь рѣчь ||=то ѡбчии соудъ. УВлад сп. сер. XIV, 629 630; не люби… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… …   Dictionary of Greek

  • προσυπανάπτω — Μ 1. ανάβω κάτι από κάτω, κρυφά 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επί πλέον κάτι κρυφά («προσυπανάπτειν τὴν ἔχθραν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπανάπτω «ανάβω από κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • πυρσεύω — ΝΜΑ [πυρσός (Ι)] 1. κάνω σήμα με πυρσούς σε κάποιον που βρίσκεται μακριά 2. βάζω σε κάτι φωτιά, πυρπολώ μσν. αρχ. φωτίζω («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας... τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῑσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας», Μηναί.) αρχ. 1. ανάβω, καίω 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»