Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πέδον

См. также в других словарях:

  • πέδον — ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδοις — πέδον ground neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδου — πέδον ground neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδῳ — πέδον ground neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] …   Dictionary of Greek

  • μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»