-
1 χαμαί
χαμαί (mit humus zusammenhangend), adv., auf der Erde, am Boden; χαμαὶ ἐρχομένων ἀνϑρώπων Il. 5, 442; τὸν χαμαὶ ἐξενάριξεν 11, 145; χαμαὶ ἧσϑαι Od. 7, 160; Pind. übertr., τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9, 7; Aesch. Eum. 251; Eur. Med. 1170; Ar. Ach. 834 u. öfter; χαμαὶ καϑίζοντες Plat. Critia. 120 b, u. öfter; Xen. Cyr. 5, 1,3; – aber auch = χαμᾶζε, auf den Boden, auf die Erde, ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν Il. 4, 482 u. öfter, wo man aber die praepos. ἐν zu beachten hat, der χαμαί genauer als χαμᾶζε entspricht, wie χαμαὶ βάλον ἐν κονίῃσι 5, 588; ἐν δ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες 4, 526. 21, 181; ἐκ δίφροιο χαμαὶ ϑόρε 8, 320, u. sonst; πιτνεῖ χαμαί Pind. P. 8, 97; μὴ χαμαὶ τιϑεὶς τὸν σὸν πόδα Aesch. Ag. 880; εἰς τὸ χαμαί Ep. ad. 108 (XI, 89); ὥςτε οὐ χαμαὶ πεσεῖται, ὅτι ἂν εἴπῃς Plat. Euthyphr. 14 d; einzeln bei Sp.
-
2 χαμαί
1 on the groundτὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.45
χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί, ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον P. 8.93
γνωμὰν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν N. 4.41
ἔστι δέ τιςλόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7
-
3 χαμαί
χαμαί adv.① located on the ground, on the ground (Hom. et al.; pap; Jdth 12:15; 14:18; ParJer 9:9; Jos., Ant. 7, 133) Hv 4, 1, 9; Hs 2:3f (ῥίπτω 2); 9, 11, 7; on the (level) ground (in contrast to ‘on the rock and the gate’) 9, 14, 4.② pert. to location on the ground as objective of movement, to/on the ground (for χαμᾶζε as early as Hom.; Dionys. Hal. 4, 56, 3; Plut., Marc. 304 [13, 7], Sulla 470 [28, 7]; Lucian, Dial. Mort. 20, 2; PLips 40 II, 22; III, 2; Job 1:20; TestSol 7:3; TestAbr; SibOr 3, 685; Jos., Ant. 20, 89; Mel., P. 26, 187 ἐδαφίσθη χαμαί; cp. 99, 763; loanw. in rabb.) J 9:6; 18:6; Hm 11:20; GJs 6:1. ἔρριψεν αὑτὸν χαμαί he threw himself down (on sackcloth) 13:1.—DELG. M-M. -
4 χαμαι
adv. [арх. locat. к * χαμά земля]1) на земле(ἧσθαι Hom.; κεῖσθαι Xen.)
χ. ἔρχεσθαι Hom., Luc.; — ходить по земле, перен. быть смиренным, держаться скромно;ὅ χ. βίος Plut. — скромная жизнь2) на землю(πόδα τιθέναι Aesch.; καθίζειν Plat.; ἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. τι Anth.)
χ. πίπτειν Eur. — падать на землю, перен. Plat. пропадать без пользы -
5 χαμαί
χαμαίon the ground: indeclform (adverb) -
6 χαμαί
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαμαί
-
7 χαμαί
-
8 χαμαί
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χαμαί
-
9 χαμαί
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χαμαί
-
10 χαμαὶ
на землюχαμαίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χαμαὶ
-
11 χαμαί
на землюχαμαὶΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χαμαί
-
12 χαμαί
χᾰμ-αί, Adv.A on the ground,χ. ἧσθαι Od.7.160
;τὸν αὖ χ. ἐξενάριξε Il.11.145
;χ. ἐρχομένων ἀνθρώπων 5.442
, cf. Sapph.94, etc.;χ. τιθεὶς πόδα A.Ag. 906
;αἷμα μητρῷον χ. Id.Eu. 261
(lyr.), cf. Ar. Ach. 869, Eq. 155, Nu. 231, al.;θέντες χ. Hdt.4.67
;χ. καθίζοντες Pl. Criti. 120b
;χ. κείμενος IG22.1672.305
; of birds, ποιεῖν νεοττιὰν χ., opp. ἐπὶ δένδρου, Arist.HA 618a10.2 metaph., ἐσλὸν χ. σιγᾷ καλύψαι to bury in silence underground, Pi.N.9.7; χ. ἐρχόμενοι cleaving to earth, Luc.Herm.5, Icar.6;ὁ χ. βίος Metrod.Fr.38
.II = χαμᾶζε, to earth,ἐν κονίῃσι χ. πέσεν Il.4.482
;χ. βάλον ἐν κονίῃσι 5.588
, cf. Od.22.188, Il.4.526;ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε 8.320
;μὴ χ. πεσεῖν
to the ground,E.
Med. 1170;οὐ χ. πεσεῖται ὅ τι ἂν εἴπῃς Pl. Euthphr. 14d
;ἔπτυσε χ. Ev.Jo.9.6
; alsoἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. AP11.89
(Lucill.). (Cf. Lat. humus, humi, Lith. ž[etilde]mė 'earth'.) -
13 χαμαί
επίρρ.1) наземь, на землю; на пол; 2) на земле; на полу -
14 χαμαί
на земле, на землю.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χαμαί
-
15 χαμαί
+ D0-0-0-6-2=8 Jb 1,20; DnLXX 2,46; 8,11.12.18on the ground Jdt 14,18; to the ground Jb 1,20 -
16 χαμαί-δρυον
χαμαί-δρυον, τό, und χαμαί-δρυς, υος, ἡ, eine Pflanze, trixago, Theophr. u. Diosc.
-
17 χαμαι-πιτύϊνος
χαμαι-πιτύϊνος, ΐνη, ϊνον, von der Pflanze χαμαίπιτυς, οἶνος, damit abgezogener Wein, Diosc.
-
18 χαμαι-πετέω
χαμαι-πετέω, an der Erde niedrig hinkriechen, übertr., γνώμα χαμαιπετοῖσα, niedriger Gedanke, Gesinnung, Pind. N. 4, 41.
-
19 χαμαι-πετής
χαμαι-πετής, ές, eigtl. auf die Erde fallend, auf der Erde, im Staube liegend, niedrig; ἄνα γε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Aesch. Ch. 962; u. übertr., βόαμα Ag. 894; ὑψόϑεν χαμαιπετὴς πίπτει πρὸς οὖδας Eur. Bacch. 1109; στιβάς, εὐνή, Troad. 507 Cycl. 385; χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Plat. Conv. 203 d; δένδρα Pol. 13, 10, 7; Sp.; χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος Luc. Icarom. 10; auch niedrig von Ausdruck, de hist. conscr. 16; – verloren gehend, vergeblich, λόγος Pind. Ol. 9, 13, ἔπος P. 6, 37.
-
20 χαμαι-πεύκη
χαμαι-πεύκη, ἡ, = χαμαιλεύκη, zw.
См. также в других словарях:
χαμαί — on the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
Matricaria chamomilla — This article is about German Chamomile. For other uses, see Chamomile. Matricaria chamomilla Scientific classification Kingdom … Wikipedia
NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… … Hofmann J. Lexicon universale
PYTISMA — apud Iuvenalem, Sat. 11. v. 173. Qui Lacedaemonium pytismate lubricat orbem: male pitysma nonnullis legitur et a πιτύζειν Graeco verbo deducitur; cum πιτύζειν Graecum non sit, nec uspiam apud Auctores legatur, sed πυτίζειν et πύτισμα: atque adeo… … Hofmann J. Lexicon universale
καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
χάμω — και χάμου Ν επίρρ. τοπ. καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί, κατά τα επιρρ. έξω, επάνω, κάτω, και με αναβιβασμό τού τόνου μέσω ενός τ. χάμαι. Ο τ. χάμου < χάμω κατά τα αλλού, παντού] … Dictionary of Greek
χαμάζε — Α επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις*, χαμαί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. ζε* κατά τα Ἀθήν ᾱζε, θύρ ᾱζε] … Dictionary of Greek
ĝhðem-, ĝhðom-, gen. ĝh(ð)m-es — ĝhðem , ĝhðom , gen. ĝh(ð)m es English meaning: earth Deutsche Übersetzung: “Erde, Erdboden” Note: It was developed from the zero grade, from where the simple anlaut ĝh also in lengthened grade spread forms (about O.Ind.… … Proto-Indo-European etymological dictionary