Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τηλ-ουρός

См. также в других словарях:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • τηλουρός — και τηλορός, όν, Α αυτός που έχει όρια τα οποία βρίσκονται μακριά, ο πολύ μακρινός («χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ουρός / ορός (< ὅρος [Ι] «όριο, τέρμα»), πρβλ. σύν ουρος / ορος (για τις μορφές τού β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»