-
1 σεισμός
σεισμός, οῦ, ὁ (σείω; Eur. et al. in var. senses) a violent shaking or commotion, shock, agitation, in our lit. only of natural phenomena, w. the specific type qualified by contextⓐ most commonly earthquake (Soph., Hdt.+; Diod S 25, 19 ed. Dindorf p. 351, ln. 17 σεισμὸς ἐγένετο δεινός, ὡς ὄρη διαστῆναι; SIG 505; 1116, 6; LXX; TestSol 6:10; ApcEsdr 3:11 p. 27, 21 Tdf.; Philo, Op. M. 59; Jos., Ant. 9, 225 ς. μέγας) Mt 27:54; Ac 16:35 D; Rv 11:13b. Pl. in the account of the Messianic woes Mt 24:7; Mk 13:8; σεισμοὶ μεγάλοι Lk 21:11 (cp. the σεισμοί seen in prospect Pherecyd. 18; Cat. Cod. Astr. VII 186, 8; 22; VIII/3, 174, 21; Boll 131). The σεισμός is accompanied by peals of thunder (Esth 1:1d; cp. Is 29:6) Rv 8:5; 11:19. ς. μέγας a severe earthquake (Lucian, M. Peregr. 39; Jer 10:22; Ezk 38:19) Mt 28:2 (CWebster, ET 42, ’31, 381f); Ac 16:26; Rv 6:12; 11:13a; 16:18ab.ⓑ storm on a body of water, w. waves caused by high winds σεισμὸς μέγας ἐν τῇ θαλάσσῃ Mt 8:24 (cp. vs. 26f where ἄνεμοι is found w. θάλ.; schol. on Pla. 25c τὸ τὸν σεισμὸν ποιοῦν πνεῦμα = ἄνεμος; Artem. 2, 38 σεισμὸς κ. ὄμβρος corresponds to 1, 73 p. 66, 7 χειμὼν κ. ὄμβ.; Diod S 26, 8 Rhodes is swallowed up by a σεισμός [as a result of a storm? or earthquake at sea?]; cp. σείω Maximus Tyr. 9, 6a; 11, 7h.—GBornkamm, D. Sturmstillg. im Mt: Jahrb. d. Theol. Schule Bethel ’48, 49–54).—RAC V 1070–114; BHHW I 425.—DELG s.v. σείω. M-M. EDNT. TW. -
2 σεισμός
-
3 σεισμος
-
4 σεισμός
σεισμόςshaking: masc nom sg -
5 σεισμός
-
6 σεισμός
ὁ σεισμός землетрясение (ср. сейсмология) -
7 σεισμός
{сущ., 14}тряска, землетрясение, волнение на море.Ссылки: Мф. 8:24; 24:7; 27:54; 28:2; Мк. 13:8; Лк. 21:11; Деян. 16:26; Откр. 6:12; 8:5; 11:13, 19; 16:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σεισμός
-
8 σεισμός
{сущ., 14}тряска, землетрясение, волнение на море.Ссылки: Мф. 8:24; 24:7; 27:54; 28:2; Мк. 13:8; Лк. 21:11; Деян. 16:26; Откр. 6:12; 8:5; 11:13, 19; 16:18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σεισμός
-
9 σεισμὸς
землетрясениешторм σεισμόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεισμὸς
-
10 σεισμός
землетрясениеσεισμὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεισμός
-
11 σεισμός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-12-2-1=15 Is 15,5; 29,6; Jer 10,22; 23,19; 29(47),3earthquake (metaph.) Jer 23,19→LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
12 σεισμός
ο землетрясение -
13 σεισμός
тряска, землетрясение, волнение (на море).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σεισμός
-
14 σεισμός
-
15 σεισμός
[сизмос] ουσ α землетрясение. -
16 σεισμός
A shaking, shock, γῆς ς. earthquake, E.HF 862, Th.3.87; : abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec. 791, Th.1.23, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεισμός
-
17 σεισμός
earthquakeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σεισμός
-
18 συσ-σεισμός
συσ-σεισμός, ὁ, Zusammenrüttelung, bes. durch Sturm; auch Erderschütterung, Erdbeben, Sp.
-
19 δια-σεισμός
δια-σεισμός, ὁ, dasselbe, Sp. Bes. der Mißbrauch, den ein Beamter von seiner Gewalt zu Gelderpressungen u. Betrügereien macht, concussio, Schol. Ar. Equ. 1079.
-
20 ἀνα-σεισμός
ἀνα-σεισμός, ὁ, dasselbe; bei D. Hal. 6, 62 Drohung.
См. также в других словарях:
σεισμός — shaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεισμοῖο — σεισμός shaking masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσι — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσιν — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοί — σεισμός shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῦ — σεισμός shaking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμούς — σεισμός shaking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμῶν — σεισμός shaking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)