Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οντας

См. также в других словарях:

  • όντας — I (μτχ. του είμαι): Όντας φτωχός δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, επειδή είσαι φτωχός, με το να είσαι φτωχός, αν είσαι φτωχός, όταν είσαι φτωχός κτλ. II σύνδ. χρον., όταν: Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει (Μαβίλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οντάς — ο 1. δωμάτιο 2. (στην Τουρκία) α) θάλαμος όπου έμεναν τα παιδιά τα οποία προορίζονταν για την ανακτορική φρουρά β) ανακτορική υπηρεσία τού σουλτάνου 3. φρ. «μουσαφίρ οντάς» (κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ιδιαίτερο δωμάτιο τού σπιτιού για τη …   Dictionary of Greek

  • όντας — και όνταν (Μ ὄνταν) (ως χρον. σύνδ.) όταν νεοελλ. επειδή, είμαι ή ήμουν, καθώς είμαι ή ήμουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄντα < αρχ. ὄντας, αιτ. πληθ. τής μτχ. τού εἰμί, με επίδραση τού ὅταν, ενώ κατ άλλους < αρχ. ὅταν με ανάπτυξη έρρινου συμφώνου] …   Dictionary of Greek

  • οντάς — ο (λ. τουρκ.), αίθουσα, θάλαμος, δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄντας — εἰμί sum pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έστοντας — (Μ ἔστοντας και ἔστωντας) 1. μτχ. ενεστ. τού ρ. είμαι 2. (αιτιολ. ή εναντιωμ. σύνδ.) επειδή, διότι, καθ όσον, με το να..., μολονότι, αν και («έστοντας να μην έχει παπούτσια, περπατά ξυπόλητος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έστω (προστ. τού ρ. είμαι)… …   Dictionary of Greek

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»