Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠδῖνες

См. также в других словарях:

  • ωδίνες — οι / ὠδῑνες, αἱ, ΝΜΑ βλ. ωδίς …   Dictionary of Greek

  • ωδίνες — οι οι πόνοι της γέννας, κοιλοπονήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠδῖνες — ὠδίς pangs fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδίνες — ὠδί̱νε̄ς , ὠδίνω to have the pains of childbirth pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤδινες — ὤδῑνες , ὠδίνω to have the pains of childbirth imperf ind act 2nd sg ὤδῑνες , ὠδίνω to have the pains of childbirth imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού …   Dictionary of Greek

  • μογοστόκος — μογοστόκος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτός που παρίσταται και βοηθά κατά τη διάρκεια τού τοκετού 2. προσωνυμία τής θεάς Αρτέμιδος («ἀλλά τε ἡ βασίλεια Ἄρτεμίς ἐστιν», Θεόκρ.) 3. αυτή που υποφέρει τις ωδίνες τού τοκετού 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ιππόβροτος — ἱππόβροτος, ον (Α) φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῑνες» οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βροτός «θνητός»] …   Dictionary of Greek

  • υστεραίος — α, ο / ὑστεραῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ακολουθεί, ο μετέπειτα, ο κατοπινός 2. το θηλ. ως ουσ. η υστεραία (ενν. ημέρα) η αυριανή μέρα νεοελλ. φρ. «υστεραίες ωδίνες» ιατρ. οι ωδίνες τής υστεροτοκίας αρχ. ύστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ωδίνω — ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [ὠδίς, ῑνος] 1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ 2. μτφ. αγωνιώ 3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα μσν. παράγω («μέλισσα… …   Dictionary of Greek

  • αλόχευτος — ἀλόχευτος, ον (Μ) [λοχεύω] 1. αυτός που γεννήθηκε δίχως λοχεία, με τρόπο δηλ. μη φυσικό (ως επίθ. τού Χριστού, αλλά και τής θεάς Αθηνάς) 2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμη, αγέννητος 3. αυτή που δεν έχει υποστεί τις ωδίνες τού τοκετού, παρθένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»