-
1 όντας
σύνδ. см. όταν -
2 οντάς
ο комната -
3 ὄντας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄντας
-
4 ανθρωπος
I.ὅ, редко ἥ1) человек(θεοὴ τ΄ ἄνθρωποι Hom.)
κατ΄ ἄνθρωπον Aesch., Soph., Diod., ἀνθρώπῳ πεφυκότι Xen. и ἀνθρώπους ὄντας Polyb. — как свойственно человеку или людям;как — приложение обычно не переводится:ἄ. ὀδίτης Hom. — путник;иногда — с оттенком презрительности:ἄνθρωποι ὑπογραμματεῖς Lys. — какие-то там писари;тж. — с оттенком пренебрежительной указательности:οὕτω ἐκέλευσεν ὅ ἄ. Plat. — вот так он приказал;преимущ. — с superl.:ἄριστος ἔν ἀνθρώποις Plat. — лучший в мире;μάλιστα ἀνθρώπων Her. — больше, чем кто-л. ἥκιστα ἀνθρώπων Plat. нисколько (не);в выражениях:ἐν ἀνθρώποις и (ἐξ) ἀνθρώπων — среди людей, у людей, т.е. на свете, в мире;τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα Plat. — неслыханное множество хлопот;γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys. — он писал всевозможные жалобы2) мужчинаπρεσβῦται ἄνθρωποι, πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin. — старики, старухи, но πρεσβῦτις ἄ. Lys. старуха
3) раб, слуга Her., Plat., Dem.ἡ ἄ. Isae., Dem. — рабыня
II. -
5 διατεινω
(fut. διατενῶ - med. διατενοῦμαι)1) протягивать, простирать(τὰς χεῖρας ἐπί τι Xen.)
2) растягивать, распростирать(ἀράχνιον πρός τι Arst.; τινὰ ὑπὲρ λεχέων Anth.)
3) простираться, тянуться(καθ΄ ὅλον τὸ σῶμα Arst.; ἀπό τι εἴς τι Polyb.)
δ. εἴς τινα Plut. — восходить к временам кого-л.;δ. ἄχρι или μέχρι τινός, тж. πρός или εἴς τινα Plut. — восходить к кому-л., т.е. быть чьим-л. потомком, принадлежать к чьему-л. роду4) продолжаться, длиться(διὰ παντὸς τοῦ βίου Arst.; πρὸς τοὺς νῦν ὄντας Plut.)
5) устремляться, направляться(πρὸς Γάζαν Polyb.; πρὸς τέν θάλατταν Diod.)
6) иметь отношение, относиться(πρός τινα и πρός τι Polyb.)
7) преимущ. med. натягивать(τόξον Her.)
8) приготовлять(ся) к броску или к удару, брать на изготовку(τὰ βέλεα Her.)
διατεινάμενοι τὰ παλτά Xen. — приготовившись к метанию копий;διατεταμένοι τὰς μάστιγας Polyb. — приготовив бичи9) med. напрягаться, прилагать усилия, стараться(τὰ κάλλιστα πράττειν Arst.)
δεῖ παντὴ τρόπῳ διατειναμένους φεύγειν Xen. — нужно приложить все старания, чтобы во что бы то ни стало бежать10) med. категорически утверждать, настаивать Plat., Dem.διατεινάμενος εἴποιμι, ὅτι … Plut. — я склонен утверждать, что …
11) med. устремляться, (гневно) обрушиваться, нападать(πρός τινα Plut.)
-
6 εξανεχω
1) выдаваться, подниматься, выситься(στήλη ἐξανέχουσα τύμβου Theocr.)
2) med. (fut. ἐξανέξομαι и ἐξανασχήσομαι, aor. 2 ἐξανεσχόμην и ἐξηνεσχόμην) выдерживать, выносить, терпетьοὖ λόγων ἄλγιστ΄ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων Soph. — чьи слова для меня невыносимее всех других;
ἢ τοὺς ἐμούς τις παῖδας ἐξανέξεται Φθίας τυράννους ὄντας ; Eur. — разве кто-л. допустит, чтобы мои дети царили во Фтии?;οὐκέτ΄ ἐξηνεσχόμην, ἀλλ΄ ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς Arph. — я не вытерпел и стал браниться -
7 κατανοεω
1) (ясно) подмечать, (отчетливо) понимать(τοῦτο Her.; τὰς διαφορὰς τῶν φυτῶν Arst.)
ὡς ἐμὲ κατανοέειν Her. — как мне думается;οὐ πάνυ κατανοῶ Plat. — я не совсем понимаю2) замечать, видетьτέν ἐν τῷ ἑαυτοῦ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κ. погов. NT. — не замечать бревна в собственном глазу3) изучать, усваивать(τῆς Περσίδος γλώσσης καὴ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας Thuc.; τέν τῆς πολιτείας ἀρετήν Plut.)
4) воспринимать, созерцать, мыслитьτῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι Plat. — уподобить созерцающее созерцаемому, т.е. субъект мышления его объекту
5) размышлять, обдумывать(περί τινος Xen., Polyb.)
6) принимать во внимание(δεῖ κ., ὅτι … Arst.)
7) приходить к заключению, умозаключатьτόδε δέ κατανοητέον Plat. — приходится, стало быть, сделать следующий вывод
-
8 λυπηρος
31) неприятный, тягостный, мучительный(βίος Plat.; ἀχθηδόνες Thuc.)
λ. ἡμῖν τούσδ΄ ἂν ἐκλίποι δόμους Eur. — нам было бы тяжело, если бы (старый Питфей) покинул эту (земную) обитель2) беспокоящий, доставляющий неприятности
См. также в других словарях:
όντας — I (μτχ. του είμαι): Όντας φτωχός δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, επειδή είσαι φτωχός, με το να είσαι φτωχός, αν είσαι φτωχός, όταν είσαι φτωχός κτλ. II σύνδ. χρον., όταν: Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει (Μαβίλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οντάς — ο 1. δωμάτιο 2. (στην Τουρκία) α) θάλαμος όπου έμεναν τα παιδιά τα οποία προορίζονταν για την ανακτορική φρουρά β) ανακτορική υπηρεσία τού σουλτάνου 3. φρ. «μουσαφίρ οντάς» (κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ιδιαίτερο δωμάτιο τού σπιτιού για τη … Dictionary of Greek
όντας — και όνταν (Μ ὄνταν) (ως χρον. σύνδ.) όταν νεοελλ. επειδή, είμαι ή ήμουν, καθώς είμαι ή ήμουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄντα < αρχ. ὄντας, αιτ. πληθ. τής μτχ. τού εἰμί, με επίδραση τού ὅταν, ενώ κατ άλλους < αρχ. ὅταν με ανάπτυξη έρρινου συμφώνου] … Dictionary of Greek
οντάς — ο (λ. τουρκ.), αίθουσα, θάλαμος, δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄντας — εἰμί sum pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έστοντας — (Μ ἔστοντας και ἔστωντας) 1. μτχ. ενεστ. τού ρ. είμαι 2. (αιτιολ. ή εναντιωμ. σύνδ.) επειδή, διότι, καθ όσον, με το να..., μολονότι, αν και («έστοντας να μην έχει παπούτσια, περπατά ξυπόλητος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έστω (προστ. τού ρ. είμαι)… … Dictionary of Greek
κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… … Dictionary of Greek
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek