-
1 γλωχίν
γλωχίν und γλωχίς, ῖνος, ἡ, die Spi tze; entstanden aus ΓΛΩΧΊΝΣ, verwandt γλῶχες, γλῶσσα; Hom. einmal, Iliad. 24, 274 ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν, vom äußersten herabhängenden Ende des Jochriemens (vgl. γλῶσσα z. E.); Pfeilspitze, Soph. Tr. 678; σιδήρου Damoch. 2 (VI, 63); τριαίνης Nonn. D. 36, 111; κεραίης 1, 193; öfter bei sp. D.; bei den Pythagoräern nach Hero def. geom. der Winkel; vom äußersten Winkel der Erde Dion. Per. 184.
-
2 γλωχιν
-
3 γλωχίν
A projecting point: hence,2 barb of an arrow, S.Tr. 681, cf. Sch.adloc., Gal.5.548; point of a penknife, AP6.63 (Damoch.);τριαίνης Nonn.D.36.111
; κεραίας ib. 1.193; of the moon's horns, ib.40.314.3 Pythagorean name for an angle, Hero*Deff.15. -
4 γλωχίν
γλωχίν u. γλωχίς, die Spitze; vom äußersten herabhängenden Ende des Jochriemens; Pfeilspitze; geom. der Winkel; vom äußersten Winkel der Erde -
5 γλωχίν
γλωχί̱ν, γλωχίνprojecting point: fem nom sg -
6 πυρι-γλώχῑν
πυρι-γλώχῑν, ῑνος, mit feuriger Spitze; bei Opp. Cyn. 2, 166 richtiger περιγλώχιν; κεραυνός, ὀϊστός, Nonn.
-
7 πολυ-γλώχῑν
πολυ-γλώχῑν, ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.
-
8 τρι-γλώχῑν
τρι-γλώχῑν, ινος, dreizüngig, dreispitzig, dreizackig; ὀϊστός, ἰός, Il. 5, 393. 11, 507; Σικελία, Pind. frg. 219; sp. D.; Luc. Pseudol. 29.
-
9 τετρα-γλώχῑν
τετρα-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit vier Spitzen, riereckig, Ἑρμῆς, Leon. Tar. 35 (VI, 334).
-
10 τανυ-γλώχῑν
τανυ-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze; όίστοί Il. 8, 297; Simon, ls. 42 (VII, 443); τρίαινα Opp.
-
11 χαλκο-γλώχῑν
χαλκο-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit eherner od. kupferner Spitze, μελίη Il. 22, 225.
-
12 εὐ-γλώχῑν
-
13 βαρῡ-γλώχιν
βαρῡ-γλώχιν, furchtbar gespitzt, Opp. H. 5, 255 l. d.
-
14 λιθο-γλώχῑν
λιθο-γλώχῑν, ῑνος, mit steinerner Spitze, Nonn. D. 6, 138. 40, 354.
-
15 αὐτο-γλώχῑν
αὐτο-γλώχῑν, ὀϊστός, sammt der Spitze, Heliod. 8, 19.
-
16 ἀγκυλο-γλώχῑν
ἀγκυλο-γλώχῑν, mit krummem Sporn, vom Hahn, Babr. 17, 3.
-
17 ἰσο-γλώχῑν
ἰσο-γλώχῑν, ινος, = ἰσογώνιος, Nonn. D. 6, 23.
-
18 γλωχίς
γλωχίν u. γλωχίς, die Spitze; vom äußersten herabhängenden Ende des Jochriemens; Pfeilspitze; geom. der Winkel; vom äußersten Winkel der Erde -
19 τριγλώχῖν
τρι - γλώχῖν, ῖνος (γλωχίν, γλῶσσα): threebarbed, arrow, Il. 5.393 and Il. 11.507.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τριγλώχῖν
-
20 πικρός
πικρός, bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῠ τοῠδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φϑόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιϑος ὀξὺν φϑόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄϑεον ἄνδρα καὶ τοκεῠσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσϑαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσϑαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [ Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]
См. также в других словарях:
γλωχίν — και γλωχίς ( ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, ῑνος) [γλωξ] 1. αιχμημό άκρο, μύτη 2. το τριγωνικό άκρο τού λουριού τής σέλας ή τού σαμαριού νεοελλ. τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες τής καρδιάς)·|| αρχ. 1. αιχμή βέλους 2. πυθαγόρεια ονομασία… … Dictionary of Greek
γλωχίν — γλωχί̱ν , γλωχίν projecting point fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνα — γλωχίν projecting point fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνας — γλωχίν projecting point fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνες — γλωχίν projecting point fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνι — γλωχίν projecting point fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνος — γλωχίν projecting point fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖσι — γλωχίν projecting point fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖσιν — γλωχίν projecting point fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] … Dictionary of Greek
πυριγλώχιν — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει φλογερή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωχίν «άκρο, γωνία» (πρβλ. λιθο γλώχιν)] … Dictionary of Greek