Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μῡρίος

См. также в других словарях:

  • μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • μύριος — ια, ο βλ. μυρίος …   Dictionary of Greek

  • μυρίος — μῡρίος , μυρίος numberless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύριος — μύ̱ριος , μυρίος numberless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυρί' — μῡρία , μυρίος numberless neut nom/voc/acc pl μῡρίε , μυρίος numberless masc voc sg μῡρίᾱͅ , μυρίος numberless fem dat sg (attic doric aeolic) μῡρίαι , μυρίος numberless fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρία — μῡρίᾱ , μυρίος numberless fem nom/voc/acc dual μῡρίᾱ , μυρίος numberless fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῡρία , μυρίος numberless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριόεις — μυριόεις, εσσα, εν (Α) (ποιητ. τ.) μυρίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… …   Dictionary of Greek

  • μυρίαι — μῡρίᾱͅ , μυρίος numberless fem dat sg (attic doric aeolic) μῡρίαι , μυρίος numberless fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίας — μῡρίᾱς , μυρίος numberless fem acc pl μῡρίᾱς , μυρίος numberless fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»