Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(κέλευθος

См. также в других словарях:

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • κέλευθος — road fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθοις — κέλευθος road fem dat pl κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθω — κέλευθος road fem nom/voc/acc dual κέλευθος road fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθων — κέλευθος road fem gen pl κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμάτων — κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθου — κέλευθος road fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθους — κέλευθος road fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθως — κέλευθος road fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθῳ — κέλευθος road fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσμασι — κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»