-
1 μῖσος
A hate, hatred:I [voice] Pass., hate borne one, A.Ag. 1413, etc.;μ. ἐμποιεῖν Pl.R. 351d
; μ. ἔχειν πρός τινος incur a man's hatred, Id.Lg. 691d;μ. φέρεσθαι And.2.9
.2 [voice] Act., hate felt against another, grudge,τὸ Τροίας μ. ἀναφέρων πατρί E.Or. 432
, cf. Th.4.128;μῖσος ἐντέτηκέ μοι S.El. 1311
, cf. Pl.Mx. 245d;ἔχθρα καὶ μ. ἀλλήλων X.Mem.3.5.17
;μισεῖν τινα μῖσος ἐξαίσιον Aristaenet.1.22
. -
2 μίσος
-
3 μῖσος
-
4 μῖσος
μῖσος, ους, τό (Aeschyl. et al.; Vett. Val. 242, 25; POslo 15, 14 [II A.D.] Mag. text; LXX; Test12Patr; Jos., Bell. 5, 556; Just., D. 14, 2) hate ἀγάπη στραφήσεται εἰς μ. affection will be turned into animosity D 16:3. Personif. Hs 9, 15, 3. S. μισέω.—B. 1132. DELG s.v. μισέω. TW. -
5 μῖσος
-ους + τό N 3 0-2-2-8-0=12 2 Sm 13,15(bis); Jer 24,9; Ez 23,29; Ps 24 (25),19hate, hatred (felt against) -
6 μισός
halfΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μισός
-
7 μίσος
1) hate2) hatred3) rancourΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μίσος
-
8 μισέω
A :—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense , Ion 597, 611, Philostr.VA6.13, laterμισηθήσομαι LXX Si.21.28
, Aristid.2.426 J., D.C.52.39: [tense] aor.ἐμισήθην Hdt.2.119
, etc.: [tense] pf.μεμίσημαι Isoc.5.137
, Hdn.8.5.8: ([etym.] μῖσος):— hate, once in Hom., c. acc. et inf., μίσησεν δ' ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι Zeus hated (would not suffer) that he should become a prey.., Il.17.272; ; οὐ μισοῦντ' ἐκείνην τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι not hating that city, as not being.., Ar. Av.36; μισῶ λακωνίζειν I hate Laconizing, Eup.351.1: but mostly c. acc.,ὑβρίζοντα μισεῖν Pi.P.4.284
;μισοῦντ' ἐμίσει S.Aj. 1134
, etc.;θεῖον μισεῖ μῖσος.. με Men.Epit. 216
;μ. τινὰ μῖσος ἐξαίσιον Aristaenet.1.22
;ὃ μισεῖς μηδενὶ ποιήσῃς LXX To.4.15
:—[voice] Pass., to be hated, Hdt. l. c., etc.;ὦ πολλὰ μισηθεῖσα χειρωναξία A.Pr.45
, cf. S.Aj. 818;μισεῖσθαι ὑπ' αὐτῶν Th.8.83
;μισηθεὶς ἔσχατον μῖσος Plu.Crass.6
. -
9 μίσει
μί̱σει, μῖσοςhate: neut nom /voc /acc dual (attic epic)μί̱σεϊ, μῖσοςhate: neut dat sg (epic ionic)μί̱σει, μῖσοςhate: neut dat sgμί̱σει, μισέωhate: pres imperat act 2nd sg (attic epic)μί̱σει, μισέωhate: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
10 μίση
μί̱ση, μῖσοςhate: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)μί̱ση, μῖσοςhate: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)μί̱ση, μισέωhate: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)μί̱ση, μισέωhate: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
11 μισέω
Grammatical information: v.Meaning: `hate, loathe' (Pi., IA.);Other forms: aor. μισῆσαι (P 272), pass. μισηθῆναι (Hdt.), fut. pass. μισήσομαι (E.), - ηθήσομαι (LXX), perf. μεμίση-κα, - μαι (Att.).Compounds: Also w. prefix, e.g. δια-. ἀπο-. Very often as 1. member (oppos. φιλο-), e.g. μισό-θεος `who hates the gods' (A., Luc.), cf. Schwyzer 442.Derivatives: μίσημα n. `what is hated' (trag.), μίσηθρον (- τρον) `charm for producing hatred' (Luc., pap.; after στέργηθρον, Benveniste Origines 203), μισητός `hated, hateful' (A., X.), - ητικός `prone to hatred' (Arr.), μισήτιζε μίσει, στύγει H. Beside it with paroxytonon (after Ammon. 94) and with unclear change of meaning μισήτη f. `lascivious wench, whore' (Archil. [?], Cratin., μισητός... ἄπληστος H.) with μισητία `lasciviousness, unsatibale desire' (Ar., Procop.). -- μῖσος n. `hatred, enmity, grudge, object of hatred' (trag., Att.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: The date and the spread of attestations are not in favour of the usual assumption that μισέω is a denominative of μῖσος. Also the Hom. aor. μίσησεν for *μίσε(σ)σεν (analog. after φίλησεν?) tells against it. A convincing etymology has not been found; the connections with Lat. miser and mittō (s. Bq and W.-Hofmann s.v.) are not satisfactory, as is a basis *μίνθι̯ος to μίνθος (Pisani Rend. Acc. Linc. 6: 5, 218). Fur. 254 who objects to a suffix - σος, assumes a Pre-Greek word with assibilated dental.Page in Frisk: 2,243-244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μισέω
-
12 μισών
μῑσῶν, μῖσοςhate: neut gen pl (attic epic doric)μῑσῶν, μισέωhate: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 μισῶν
μῑσῶν, μῖσοςhate: neut gen pl (attic epic doric)μῑσῶν, μισέωhate: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
14 μισέων
μῑσέων, μῖσοςhate: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)μῑσέων, μισέωhate: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
15 μίσεα
μί̱σεα, μῖσοςhate: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
16 μίσεος
μί̱σεος, μῖσοςhate: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
17 μίσεσι
μί̱σεσι, μῖσοςhate: neut dat pl -
18 μίσην
μί̱σην, μῖσοςhate: neut acc sg -
19 μίσιος
μί̱σιος, μῖσοςhate: neut gen sg (doric) -
20 μίσους
μί̱σους, μῖσοςhate: neut gen sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
μῖσος — hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
μίσος — το 1. η απέχθεια και η εχθρότητα προς κάποιον του οποίου το κακό επιθυμείς: Ένιωθε μίσος για τη μητριά της. 2. μεγάλη αποστροφή προς κάτι: Έχει μίσος για τα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισός — ή, ό 1. το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός όλου: Πήρα μισό κιλό τυρί. 2. ατελής, λειψός, ανολοκλήρωτος: Πάντα κάνει μισές δουλειές. 3. φρ., «μισός άνθρωπος», ανάπηρος, σακάτης· «με μισό μάτι», με επιφύλαξη· «Είναι μισή μερίδα», είναι μικροκαμωμένος· … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
φιλομίσως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλο μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλόμισος (< φιλ(ο) * + μισος [< μῖσος], πρβλ. φανερό μισος) + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ненависть — НЕНАВИСТ|Ь (104), И с. Ненависть: боле вьсего ѥсть зъла˫а ненависть братьнѧ. (ἡ μισαδελφία) Изб 1076, 188; по повиньномѹ бо и вина вс˫ако. и ненависть (τὸ... βδελυκτόν) ЖФСт XII, 110; падени˫а же таковыѧ части. сѹть всѣмъ ˫авѣ зависть. ненависть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους … Dictionary of Greek