-
1 μίσημα
μί̱σημα, μίσημαobject of hate: neut nom /voc /acc sg -
2 μίσημα
A object of hate, of persons,ὦ δύσθεον μ. S.El. 289
: c. gen. pers.,σωφρόνων μισήματα A. Th. 186
;μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73
: c. dat.,μ. πᾶσιν E.Hipp. 407
. -
3 μισήματ'
μῑσήματα, μίσημαobject of hate: neut nom /voc /acc plμῑσήματι, μίσημαobject of hate: neut dat sgμῑσήματε, μίσημαobject of hate: neut nom /voc /acc dual -
4 μισήματα
μῑσήματα, μίσημαobject of hate: neut nom /voc /acc pl -
5 μίσημ'
μί̱σημα, μίσημαobject of hate: neut nom /voc /acc sg -
6 δύσθεος
δύσ-θεος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσθεος
-
7 μῖσος
A hate, hatred:I [voice] Pass., hate borne one, A.Ag. 1413, etc.;μ. ἐμποιεῖν Pl.R. 351d
; μ. ἔχειν πρός τινος incur a man's hatred, Id.Lg. 691d;μ. φέρεσθαι And.2.9
.2 [voice] Act., hate felt against another, grudge,τὸ Τροίας μ. ἀναφέρων πατρί E.Or. 432
, cf. Th.4.128;μῖσος ἐντέτηκέ μοι S.El. 1311
, cf. Pl.Mx. 245d;ἔχθρα καὶ μ. ἀλλήλων X.Mem.3.5.17
;μισεῖν τινα μῖσος ἐξαίσιον Aristaenet.1.22
. -
8 παλεομίσημα
A = παλαιός) ancient object of hate, Tim.Pers.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλεομίσημα
-
9 ἔχθημα
-
10 μισέω
Grammatical information: v.Meaning: `hate, loathe' (Pi., IA.);Other forms: aor. μισῆσαι (P 272), pass. μισηθῆναι (Hdt.), fut. pass. μισήσομαι (E.), - ηθήσομαι (LXX), perf. μεμίση-κα, - μαι (Att.).Compounds: Also w. prefix, e.g. δια-. ἀπο-. Very often as 1. member (oppos. φιλο-), e.g. μισό-θεος `who hates the gods' (A., Luc.), cf. Schwyzer 442.Derivatives: μίσημα n. `what is hated' (trag.), μίσηθρον (- τρον) `charm for producing hatred' (Luc., pap.; after στέργηθρον, Benveniste Origines 203), μισητός `hated, hateful' (A., X.), - ητικός `prone to hatred' (Arr.), μισήτιζε μίσει, στύγει H. Beside it with paroxytonon (after Ammon. 94) and with unclear change of meaning μισήτη f. `lascivious wench, whore' (Archil. [?], Cratin., μισητός... ἄπληστος H.) with μισητία `lasciviousness, unsatibale desire' (Ar., Procop.). -- μῖσος n. `hatred, enmity, grudge, object of hatred' (trag., Att.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: The date and the spread of attestations are not in favour of the usual assumption that μισέω is a denominative of μῖσος. Also the Hom. aor. μίσησεν for *μίσε(σ)σεν (analog. after φίλησεν?) tells against it. A convincing etymology has not been found; the connections with Lat. miser and mittō (s. Bq and W.-Hofmann s.v.) are not satisfactory, as is a basis *μίνθι̯ος to μίνθος (Pisani Rend. Acc. Linc. 6: 5, 218). Fur. 254 who objects to a suffix - σος, assumes a Pre-Greek word with assibilated dental.Page in Frisk: 2,243-244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μισέω
См. также в других словарях:
μίσημα — μίσημα, τὸ (Α) [μισώ] (για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ. β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
μίσημα — μί̱σημα , μίσημα object of hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισήματ' — μῑσήματα , μίσημα object of hate neut nom/voc/acc pl μῑσήματι , μίσημα object of hate neut dat sg μῑσήματε , μίσημα object of hate neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθημα — ἔχθημα, τὸ (Α) [έχθω] μίσημα, μίσος ή αντικείμενο μίσους … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
παλεομίσημα — παλεομίσημα, τὸ (Α) αντικείμενο παλαιού μίσους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + μίσημα] … Dictionary of Greek
στύγημα — ήματος, τὸ, Α [στυγῶ] (ποιητ. τ.) το αντικείμενο τού μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα … Dictionary of Greek
μισήματα — μῑσήματα , μίσημα object of hate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσημ' — μί̱σημα , μίσημα object of hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)