Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαστοῖς

См. также в других словарях:

  • μαστοῖς — μαστός b masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 …   Deutsch Wikipedia

  • διφυής — ές (AM διφυής, ές) 1. αυτός που έχει δύο φύσεις, που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη Σφίγγα κ.λπ.) 2. διπλός, διμερής («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «στῆθος διφυὲς μαστοῑς») μσν. (για δέντρο)… …   Dictionary of Greek

  • επίπλευρος — ἐπίπλευρος, ον (Α) [πλευρόν] 1. πλάγιος, πλευρικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπλευρα τὰ παρὰ τοῑς μαστοῑς ὑπὸ τὰς μασχάλας» …   Dictionary of Greek

  • ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

  • σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»