-
1 περιπελομαι
(эп. part. aor. 2 περιπλόμενος)1) окружать, осаждать(ἄστυ Hom.)
μίτρα μαστοῖς περιπλομένη Anth. — обхватывающая грудь митра2) ( о времени) завершаться, истекатьπεριπλομένου ἐνιαυτοῦ Hom. — по истечении года;
πέντε περιπλομένους ἐνιαυτούς Hom. — в течение пяти полных лет -
2 περιπέλομαι
περιπέλομαι, Hom. only in [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part. περιπλόμενος (the true [tense] pres. being περιτέλλομαι, q.v.):I move round, be round about, only in part.,1 of Place, c. acc., ἄστυ περιπλομένων δηΐων the enemy who have surrounded the town, Il.18.220, cf. A.R.3.1150 ; of things, (Pers.).2 of Time, περιπλομένου δ' ἐνιαυτοῦ when the year has gone round, Od.11.248, cf. Hes.Op. 386 ;περιπλομένων ἐνιαυτῶν Od.1.16
, Hes.Th. 184 ; πέντε π. ἐνιαυτούς for five revolved, i.e. complete, years, Il.23.833.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπέλομαι
-
3 περιπέλομαι
περι-πέλομαι ( πέλω), aor. part. περιπλόμενος: be or go around, surround, Il. 18.220; revolve ( ἐνιαυτοί).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περιπέλομαι
-
4 περιπέλομαι
περι-πέλομαι, drum herum sein, sich herumbewegen; (a) vom Orte, c. accus., ἄστυ περιπλομένων δηΐων, indem die Feinde um die Stadt herum sind, d. h. indem sie die Stadt umgeben, umzingeln; (b) von der Zeit: häufiger, περιπλομένου ἐνιαυτοῠ, περιπλομένων ἐνιαυτῶν, wenn das Jahr, die Jahre um- od. abgelaufen sind und nun ein neuer Zeitkreis beginnt; πέντε περιπλομένους ἐνιαυτούς, die umrollenden, umlaufenden Jahre. Auch = περίειμι, überlegen sein, überwinden -
5 περιπελομένων
περιπέλομαιmove round: pres part mp fem gen plπεριπέλομαιmove round: pres part mp masc /neut gen pl -
6 περιπελόμενον
περιπέλομαιmove round: pres part mp masc acc sgπεριπέλομαιmove round: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
7 περιπλομένων
περιπέλομαιmove round: pres part mid fem gen pl (epic)περιπέλομαιmove round: pres part mid masc /neut gen pl (epic) -
8 περιπελόμενος
περιπέλομαιmove round: pres part mp masc nom sg -
9 περιπλομέναις
περιπέλομαιmove round: pres part mid fem dat pl (epic) -
10 περιπλομέναισιν
περιπέλομαιmove round: pres part mid fem dat pl (epic ionic aeolic) -
11 περιπλομένοιο
περιπέλομαιmove round: pres part mid masc /neut gen sg (epic) -
12 περιπλομένου
περιπέλομαιmove round: pres part mid masc /neut gen sg (epic) -
13 περιπλομένοισιν
περιπέλομαιmove round: pres part mid masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 περιπλομένους
περιπέλομαιmove round: pres part mid masc acc pl (epic) -
15 περιπλόμενοι
περιπέλομαιmove round: pres part mid masc nom /voc pl (epic) -
16 περιπλόμενος
περιπέλομαιmove round: pres part mid masc nom sg (epic) -
17 περιπλομενος
-
18 περιπλομένας
περιπλομένᾱς, περιπέλομαιmove round: pres part mid fem acc pl (epic)περιπλομένᾱς, περιπέλομαιmove round: pres part mid fem gen sg (epic doric aeolic) -
19 περι-νίσσομαι
περι-νίσσομαι, umgehen, herumgehen, von der Zeit, wie περιπέλομαι, Eur. Alc. 451.
-
20 ἐπι-πέλομαι
ἐπι-πέλομαι (s. πέλομαι), herankommen; bei Hom. außer den Stellen, die man als Tmesis hierherrechnet, wie οὐδέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται βροτοῖσιν Od. 15, 408, vgl. 13, 60, nur im sync. aor. ἐπιπλόμενος; ἀλλ' ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλϑεν, als herankommend das achte Jahr genaht war, 7, 261. 14, 287; ähnlich ἐπιπλομένου ἐνιαυτοῦ Hes. Th. 493, wie Sc. 87 τάχα ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν γεινόμεϑα, nach Verlauf der Zeiten (vgl. περιπέλομαι;) Sp., wie Ap. Rh. ἤματι ἄλλῳ νυκτί τ' ἐπιπλομένη 2, 1001. – Im feindlichen Sinne nahen, νέφος ἐμὸν ἐπιπλόμενον ἄφατον, vom Unglück, Soph. O. R. 1314, wie τάρβος Ap. Rh. 4, 465; auch ἐπιπλόμεναι δέ μιν, zu ihr gekommen, 3, 205.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιπέλομαι — Α 1. (σχετικά με τόπο) κινούμαι ολόγυρα, περικυκλώνω («ἄστυ περιπλομένων δηίων ὕπο θυμοραϊστέων», Ομ. Ιλ.) 2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι και ξαναρχίζω 3. είμαι ανώτερος, υπερτερώ, νικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέλομαι «βρίσκομαι»] … Dictionary of Greek
περιπελομένων — περιπέλομαι move round pres part mp fem gen pl περιπέλομαι move round pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπελόμενον — περιπέλομαι move round pres part mp masc acc sg περιπέλομαι move round pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομένων — περιπέλομαι move round pres part mid fem gen pl (epic) περιπέλομαι move round pres part mid masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπελόμενος — περιπέλομαι move round pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομέναις — περιπέλομαι move round pres part mid fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομέναισιν — περιπέλομαι move round pres part mid fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομένοιο — περιπέλομαι move round pres part mid masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομένοισιν — περιπέλομαι move round pres part mid masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομένου — περιπέλομαι move round pres part mid masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλομένους — περιπέλομαι move round pres part mid masc acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)