-
1 ὀμβρ-ώδης
ὀμβρ-ώδης, ες, regnig, Sp.
-
2 ὀμβρηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρηρός
-
3 ὀμβρέω
A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op. 415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.II trans., rain or shower down upon,ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402
;πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397
, cf. Nonn.D.2.33.3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch. -
4 ὀμβρηγενής
ὀμβρ-ηγενής, ές,A rain-born, Orph.H.80.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρηγενής
-
5 ὀμβρηλός
A = -ηρός, Theognost.Can.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρηλός
-
6 ὀμβρία
-
7 ὀμβρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρίζω
-
8 ὀμβρικός
A raining, Vett.Val.11.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρικός
-
9 ὀμβριμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβριμαῖος
-
10 ὀμβριμόθυμος
A v. ὀβριμόθυμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβριμόθυμος
-
11 ὀμβρόω
A imbricitur, Gloss. -
12 ὀμβρώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρώδης
-
13 ὄμβρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμβρημα
-
14 ὄμβρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμβρησις
-
15 ὄμβριμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμβριμος
-
16 ὄμβριος
ὄμβρ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμβριος
-
17 ὀμβρώδης
ὀμβρ-ώδης, ες, regnig -
18 ὀβριμόθυμος
ὀβρῐμό-θῡμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀβριμόθυμος
-
19 ὄμβρος
Grammatical information: m.Meaning: `rain, shower, thunder rain', also `rainwater', metaph. `water' (Il.).Compounds: As 1. member e.g. in ὀμβρο-φόρος `bringing rain' (A., Ar.); often as 2. member, e.g. ἔπ-, κάτ-ομβρος `rainy, wet because of rain' (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 108f., 145).Derivatives: Several adj.: ὄμβρ-ιος `belonging to rain, like rain' (Pi., Ion.), - ηρός `wet' (Hes.), - ηλός `id.' (Theognost.: cf. ὑδρηλός and Chantraine Form. 242), - ώδης `abundant in rain' (Thphr.), - ικός `id.' (Vett. Val.), - ιμος = `belonging to rain, rainy' (Nic. Th. 388, v.l., PMag. Lond.; Arbenz 25); also ἀνομβρήεις `abundant in rain' (Nic. Al. 288, Ὄλυμπος, from ἀν-ομβρέω; cf. below). -- Subst. ὀμβρία f. `rain' (sch.; cf. ἀντλία, ὑετία a.o., Scheller Oxytonierung 54f.). -- Verbs: 1. ὀμβρέω, - ῆσαι, also with ἀν-, ἐπ- a.o., `to (make) rain, to bewet' (Hes., LXX, A. R.) with ( ἐπ-)όμβρησις f. `raining etc.' (Suid., sch.), ὄμβρημα n. `rainwater' (LXX); 2. ὀμβρίζω = - έω (Eust.); 3. ὀμβροῦται imbricitur (Gloss.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: With ὄμβρος one compares first Lat. imber, - ris -n. `rain(shower)' with the same meaning with perh. second. i-flexion; Further, with slightly deviating meaning, Skt. abhrá-m n. `cloud'. One assumed that β after nasal could represent an aspirate, which is wrong (pace Schwyzer 333), so abhra- must be left out (for imber also * embhro- is possible). One assumed in these words an r-stem and beside it an s-stem, which was seen in Skt. ámbhas n. `water', also `rainwater' [for the same reason Arm. amb, amp, gen. -oy `cloud' must be left out.] -- There is no connection with νέφος, νεφέλη etc. -- Further several Europ. rivernames of Celt. origin(?) have been compared with ὄμβρος, e.g. NHG Amper, Engl. Amber. -- So wrong Pok. 315f. - So ομβρος has no etymology; Szemerenyi, Syncope 241f, 249 assumes a loanword (= a Pre-Greek word).Page in Frisk: 2,384-385Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄμβρος
См. также в других словарях:
θεμίστιος — (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού,… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
πρόμος — και ποιητ. τ. πρόμνος και πράμος, ὁ, Α 1. ο πρώτιστος 2. (στον Όμ.) πρόμαχος («πρόμος ἵσταται ὧδε μενοινῶν», Ομ. Ιλ.) 3. (με δοτ.) αντίπαλος, αντιμέτωπος («μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ», Ομ. Ιλ.) 4. γεν. αρχηγός («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι»,… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
τέραμνον — (I) και τέρεμνον, τὸ, Α (κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα οικήματα, οίκοι· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek