Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μασθός

См. также в других словарях:

  • μασθός — μασθός, o (AM) βλ. μαστός …   Dictionary of Greek

  • μασθός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοῖς — μασθός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοί — μασθός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοῦ — μασθός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθούς — μασθός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθῶν — μασθός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθῷ — μασθός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθόν — μασθός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίμασθος — και καλλίμαστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ωραίους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μασθος (< μασθός), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

  • κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»