Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μάμμη

См. также в других словарях:

  • μάμμη — mother fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμῃ — μάμμη mother fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμη — η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου) η γιαγιά μσν. η μαμμή μσν. αρχ. η μητέρα αρχ. ο μαστός τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE *ma , ηχομίμηση για την… …   Dictionary of Greek

  • μαμμή — η (Μ μαμμή και μαμμού) η μαία νεοελλ. παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • μάμμαι — μάμμη mother fem nom/voc pl μάμμᾱͅ , μάμμη mother fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαμμᾶν — μάμμη mother fem gen pl (doric aeolic) μαμμᾶν cry for food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμην — μάμμη mother fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμης — μάμμη mother fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαμμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαία, στη μαμμή 2. το θηλ. ως ουσ. η μαμμική η μαιευτική, το επάγγελμα τής μαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία». Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Κ. Ρόζιο]. (II) μαμμικός, ή, όν (Α) [μάμμη] 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαμμόθρεφτος — η, ο (Α μαμμόθρεπτος, ον) αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά νεοελλ. 1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος 2. μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + θρεφτος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»