Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μαντεύματα

См. также в других словарях:

  • μαντεύματα — μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύμαθ' — μαντεύματα , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl μαντεύματι , μάντευμα oracle neut dat sg μαντεύματε , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύματ' — μαντεύματα , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl μαντεύματι , μάντευμα oracle neut dat sg μαντεύματε , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …   Dictionary of Greek

  • ιατροσοφιστής — ἰατροσοφιστής, ὁ (ΑΜ) ο σοφός σχετικά με την ιατρική, σοφός γιατρός αρχ. αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά μέσα και μαντεύματα …   Dictionary of Greek

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • υδρομαντεύματα — τὰ, Μ μαντεύματα με τη μέθοδο τής υδρομαντείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μάντευμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»