-
1 ελέγχους
ἔλεγχος 1reproach: neut gen sg (attic epic doric)ἔλεγχος 2argument of disproof: masc acc pl -
2 ἐλέγχους
ἔλεγχος 1reproach: neut gen sg (attic epic doric)ἔλεγχος 2argument of disproof: masc acc pl -
3 ἔλεγχος
A reproach, disgrace, dishonour,δὴ γὰρ ἔλεγχος ἔσσεται εἴ κεν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ Il.11.314
;ἡμῖν δ' ἂν ἐλέγχεα ταῦτα γένοιτο Od.21.329
, cf. Pi.N.3.15; of men, the abstr. being put for the concrete, κάκ' ἐλέγχεα base reproaches to your name, Il.5.787, al., Hes. Th.26; ἐλέγχεα alone, Il.24.260.------------------------------------ἔλεγχος (B), ὁ,A argument of disproof or refutation, πολύδηρις ἔ. Parm. 1.36, cf. Pl.Phdr. 276a;ὁ ἔ. συναγωγὴ τῶν ἀντικειμένων ἐστίν Arist.Rh. 1410a22
, cf. 1396b26;ἔ. δὲ συλλογισμὸς μετ' ἀντιφάσεως τοῦ συμπεράσματος Id.SE 165a2
, cf.APr. 66b11; ἐλέγχου ἄγνοια, ignoratio elenchi, Id.SE 168a18;ὅταν ὑπὸ τῶν ἐ. πιέζωνται Phld.D.3.8
.II generally, cross-examining, testing, scrutiny, esp. for purposes of refutation, οὐκ ἔχει ἔλεγχον does not admit of disproof, Hdt.2.23; τῶνδ' ἔλεγχον, abs., as a test of this, S.OT 603;τὰ ψευδῆ ἔλεγχον ἔχει Th.3.53
; ἔ. παραδοῦναί τινι to give him an opportunity of refuting, Pl.Phdr. 273c; δόμεν τι βασάνῳ ἐς ἔ. to submit it to scrutiny, Pi.N.8.21; χρυσὸς νόθου ἀρετῆς ἔ. Com.Adesp.195; ἀρετῆς ἔ. δοῦναι a proof or test of it, And.1.150; ἔ. διδόναι τοῦ βίου to give an account of one's life, Pl.Ap. 39c;οἱ ἔ. περὶ ὀρφανῶν Is.4.22
;τὸ πρᾶγμα τὸν ἔ. δώσει D.4.15
; ἔ. ποιεῖν τινός to test it, Ar.Ra. 786;ἔ. ποιήσασθαι τῶν πεπραγμένων Antipho 1.7
; ἔ. λαβεῖν τινός make trial of it, ib.12; ἐλέγχους ἀποδέχεσθαι to admit tests, Lys.19.6; ἐλέγχους προσφέρειν to allege them, Ar.Lys. 484; διάπειρα βροτῶν ἔ. Pi.O.4.20;οὐδὲ ἔ. παρασχὼν οὐδὲ βάσανον Antipho 2.4.7
;ἔ. διδόναι And.2.4
; εἰς ἔ. πεσεῖν to be convicted, E.Hipp. 1310, cf. HF 73; δεικνυμένων ἐ. Id.Heracl. 905 (lyr.);οὔτ' εἰς ἔ. χειρὸς οὐδ' ἔργου μολών S.OC 1297
; εἰς ἔ. ἐξιέναι to proceed to the proof, put to the test, Id.Ph.98; or, to be put to the proof, Id.Fr. 105; ;εἰς ἔ. ἰέναι περί τινος Pl.Phdr. 278c
;εἰς ἔ. ἔρχεσθαί τινος Philem.93.3
;καταστῆναι εἰς ἔ. καὶ λόγον Isoc.12.150
;ἔ. φεύγειν Antipho 5.38
; οἱ περὶ Παυσανίαν ἔ. the evidence on which he was convicted, Th.1.135;πίστις πραγμάτων ἔ. οὐ βλεπομένων Ep.Hebr.11.1
.b applied to Conscience,τὸ συνειδὸς ἔ. ἀδέκαστος Ph.1.236
; ἔ. κατάλογον ποιεῖται τῶν ἁμαρτημάτων [ τῆς ψυχῆς] ib. 291.IV catalogue, inventory, Gloss., Suet. Gramm.8 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔλεγχος
-
4 προς-φέρω
προς-φέρω (s. φέρω), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, anbringen, anlegen; ἆϑλον, Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προςενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προςφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ ϑεοὶ προς-ήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; ϑήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προςφέρειν μέϑυ, Soph. O. C. 482; λουτρὰ προςφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προςφέρειν πύργοισι κλιμάκων προςαμβά-σεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προςφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προςφέρειν τινί τι, Einem Etwas vortragen, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προςφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch ἔπος, Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, ἴαμα, 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προςφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; μήτε τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προςφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προςοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηϑείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προςφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προςήνεγκαν ἐμφαγεῖν, Cyr. 7, 1, 1; – eintragen, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προςφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ δώδεκα μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προςέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προςφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προςφέρεσϑαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, angreifen, oft Her., πρός τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προςενείχϑησαν, 9, 71; ἐκ τοῠ Ἰκαρίου πελάγεος προςφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, sich Einem nähern, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, πρός τινα, φίλοι προςφέρεσϑε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προςφέρεσϑαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προςηνέχϑην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ πλῆϑος προςενήνεκται, Dem. 24, 111; τίνα τρόπον προςφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαϑήματος ἰτέον τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσϑαι μέτριον, ἢ τὸ παράπαν οὐδὲ προςοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προςφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προςενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν χάριν ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανϑρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυςμενῶς μοι προςενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προςφέρεσϑαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προςφέρεσϑαί τινι, Einem nahe kommen = ihm ähnlich sein, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προςφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀϑανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προςφέρεσϑαί τι, Etwas zu sich nehmen, genießen, σῖτον, Xen. Cyr. 4, 2, 41; σῖτον προςενέγκασϑαι, Aesch. 1, 145; εἰ πέπερι προςηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προςφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2.
-
5 ἔλεγχος [2]
ἔλεγχος, ὁ, Beweis, Beweismittel, bes. um Einen zu überführen, Etwas zu widerlegen; δεικνυμένων ἐλέγχων τῶνδε Eur. Her. 905; Hipp. 1337; οὗτος ὁ ἔλεγχος οὐδενὸς ἄξιός ἐστι πρὸς τὴν ἀλήϑειαν Plat. Gorg. 471 d; ἔλεγχον ἀρετῆς ἔδοσαν Andoc. 1, 150; οὔτ' εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ' ἔργου μολών Soph. O. C. 1297, wie sonst εἰς πεῖραν (Entscheidung durch Zweikampf); τὸ πρᾶγμα ἤδη τὸν ἔλεγχον δώσει, wird den Beweis geben, Dem. 4, 15; vgl. τοὺς ἐλέγχους ἀποδέχεσϑαι Lys. 19, 6, als gültig anerkennen. Dah. Widerlegung, τινός, Plat. Prot. 344 b; τάχ' ἂν ἔλεγχόν πη παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ, Gelegenheit zu widerlegen, Phaedr. 273 c. Vgl. noch Arist. anal. post. 2, 20. – Prüfung, Untersuchung, bes. vor Gericht, συνεπῃτιῶντο καὶ τὸν Θεμιστοκλέα, ὡς εὕρισκον ἐκ τῶν περὶ Παυ-σανίαν ἐλέγχων Thuc. 1, 135; ἔλεγχον ποιεῖν τινος, Ar. Ran. 786; ποιεῖσϑαι τῶν πεπραγμένων, Antiph. 1, 7; λαβεῖν τοῦ πράγματος, ibd. 12; ἔλεγχον δοῠναι περί τινος ist Is. 8, 10 βάσανος τῶν δούλων; übh. Etwas untersuchen, prüfen lassen, Rechenschaft geben, ἔλεγχον διδόναι τοῦ βίου Plat. Apol. 39 c; εἰς ἔλεγχον ἰὼν περὶ ὧν ἔγραψε phaedr. 278 c, vgl. Soph. 242 b; aber εἰς ἔλεγχον ἐξιών, Soph. Phil. 98, = um zu erfahren. – Bei Sp. auch = Verzeichniß, Register.
-
6 προσφερω
дор. ποτιφέρω (fut. προσοίσω, aor. προσήνεγκα; aor. pass. προσηνέχθην - ион. προσενείχθην или προσηνείχθην; aor. med. προσηνεγκάμην)1) подносить(τέν χεῖρα πρὸς τοῦ ἵππου τοὺς μυκτῆρας Her.; πῦρ τινι Eur.)
2) подводить, приводить, пододвигать, придвигать(μηχανὰς τῇ Ποτιδαίᾳ Thuc.)
3) pass. прибывать, приплывать(ἐς λιμένα Xen.)
4) pass. отправляться, направляться(τῇ Τρωάδι Luc.)
5) pass. встречаться(τοῖσι Κορινθίοισι Her.)
6) pass. нестись навстречу(τῷ σκοπέλῳ Luc.)
7) pass. устремляться, нападать(κατὰ τὸ ἰσχυρότατον Her.)
π. ἄπορος Her. — с которым трудно сразиться, неприступный, Plat. несговорчивый;τοὺς προσφερομένους δέχεσθαι Thuc. — давать отпор нападающим8) med. близко подходить, быть схожим, походить(ἔς τι Her.)
9) накладывать, налагать, прикладывать(βάσανόν τινι Plat.)
10) прилагать, применять, употреблять(ἴαμα Thuc.; πάσας μηχανάς Eur.; βίην τινί Her.)
π. πάντας ἐλέγχους Arph. — пускать в ход все доводы;πόλεμον π. τινί Her. — идти на кого-л. войной;γυμνάσια προσοιστέον Arst. — необходимо заниматься телесными упражнениями11) прибавлять, добавлять(τί τινι Soph. и τι πρός τι Her., Dem.)
12) подносить, (по)давать(τί τινι Soph., Arph., Arst.; τινὴ ἐμπιεῖν καὴ ἐμφαγεῖν Xen.)
προσφέρεσθαι σῖτον καὴ ποτόν Xen. — принимать пищу и питье;τὰ προσφερόμενα Xen. и τὸ προσφερόμενον Arst. — пища, питание;π. (= προσφέρεσθαι) φορβάν Soph. — принимать пищу13) предлагать, представлять, обращать(ся)(π. λόγον τινί Her.)
προσέφερον Ἀναξανδρίδῃ τάδε Her. — они предложили Анаксандриду следующее;π. λόγους τινὴ ποιεῖν τι Thuc. — предлагать кому-л. сделать что-л.;π. τινὴ λόγον περὴ σπονδῶν Thuc. — делать кому-л. предложение о перемирии;τὰ προσφερόμενα πρήγματα Her. — представляемые (для решения) вопросы14) med.-pass. обращаться, относиться(τινι καλῶς Thuc.; π. πρός τινα Plat.; τισι ὡς υἱοῖς NT.)
ἀπὸ τοῦ ἴσου τινὴ π. Thuc. — обращаться с кем-л. как с равным;ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον π. Thuc. — относиться достаточно благоразумно к несчастьям;παρανόμως π. Lys. — выказывать пренебрежение к закону;πᾶσαν φιλοτιμίαν π. Dem. — проявлять всяческое рвение15) med.-pass. обращаться с речью, отвечать16) ( о доходах) приносить, давать(πεντήκοντα τάλαντα τοῦ ἐνιαυτοῦ Thuc.; ἄλλα πέντε τάλαντα NT.)
17) вносить, платить(μετοίκιον Xen.)
-
7 κατατείνω
A : [tense] aor. - έτεινα (v. infr.):—stretch, draw tight,κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Il.3.261
, 311;κ. χαλινούς Hdt.4.72
; κ. τὰ ὅπλα draw the cables taut, Id.7.36;τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Pl.Ti. 84e
.2 stretch for the purpose of setting a bone, Hp.Fract. 15:—also [voice] Med., ib.5:—[voice] Pass., μῦς κατατεταμένος ib.8.3 rack, torture, , cf. Ael. Fr. 176;κατατείνειν ταῖς κολάσεσι Id.Fr. 279
: metaph.,κ. τὴν ψυχήν Id.Fr.60
;κατέτεινέ με διηγούμενος Lib.Decl.33.25
;κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Phylarch.40
J., cf. AP11.128 (Poll.).4 stretch out or draw in a straight line, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, i.e. he marked out the ditches by drawing straight lines, Hdt.1.189; δόλιχον κ. τοῦ λόγου make a very long speech, Pl.Prt. 329b; μακρὸν λόγον, πολλοὺς καὶ μακροὺς ἐλέγχους, Phlp.in APr.262.10, in APo.243.19;φεύγουσι κατατείναντες τὴν κέρκον Arist.HA 629b35
:—[voice] Pass., extend throughout, Id.PA 650a29.5 [voice] Pass., to be tightly bound,ὑπὸ δεσμοῦ Plu.Luc.24
.6 stretch on the ground, lay at full length, [ὁ ἐλέφας] τοὺς φοίνικας κ. ἐπὶ τῆς γῆς Arist.HA 610a24
;κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Plu. Publ.6
:—[voice] Pass., to be extended over a space, ; πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα ib. 92a;σκέλη ἐπὶ τῇ γῇ -τεταμένα Arist.IA 713a19
.7 metaph., strain, exert,κ. τὴν ῥώμην ὅλην Plb.21.34.7
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be strained, μᾶλλον, ἧττον-τείνεσθαι, Pl.Ti. 63c, λόγοι κατατεινόμενοι words of hot contention, E.Hec. 130 (anap.);δρόμημα συνεχῶς -τεταμένον Arist.HA 629b19
; κ. τῷ προσώπῳ strain with the muscles of one's face, Plu.Ant.77; cf. infr. 11.2.II intr., extend or run straight towards,τάφρον -τείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην Hdt.4.3
, cf. 9.15; γῆ κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην it stretches westward up to.., Id.7.113, cf. 4.19, X.HG4.4.7: abs., extend,ταύτῃ κ. Hdt.8.31
.b extend downwards, Plu.2.566d.2 strive earnestly, be vehement, E.IA 336;ἰσχυρῶς κ. X.An.2.5.30
; opp. χαλάω, Pl.R. 329c; κ. ἡ ὀδύνη v.l. for κατακτείνειε in Hp.Fract.43, cf. Gal.6.311: freq. in [tense] aor. part. with adverb. sense, with all one's force or might,κατατείνας ἐρῶ Pl.R. 358d
, cf. 367b;ὁ λέων τρέχει κ. Arist.HA 629b18
;ᾠχόμην κ. Luc.Lex.3
;ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται Id.Sat.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατείνω
-
8 προσφέρω
προσφέρω (once [full] ποσφέρω, q.v.), [dialect] Dor. [full] ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: [tense] fut.A : [dialect] Ion. [tense] aor.προσένεικα Hdt.3.87
: [dialect] Ion. [tense] aor. [voice] Pass.προσηνείχθην Id.9.71
:— bring to or upon, apply to,π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph. 488
; ; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against.., D.35.39);τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87
; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon.., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.);βίην τισί Hdt.3.19
;τινὶ βάσανον Pl.Phlb. 23a
; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp. 189a ([voice] Pass.). cf. 187e;τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17
; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use,καινὰ σοφά E.Med. 298
, Ar.Th. 1130 (cf. infr. 3);ἴαμα Th.2.51
; ;πάσας μηχανάς E.IT 112
;πάντας ἐλέγχους Ar.Lys. 484
; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; alsoπ. πόλεμον Hdt.7.9
.γ (v.l.); .2 add,μηδὲ π. μέθυ S.OC 481
(or in signf. A. 1.3a);εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78
(or perh., bear in addition);π. τι πρός τι Hdt. 6.125
(or in signf. A. 1.1).3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108;λουτρὰ πατρί S.El. 434
; [ τόξα] Id.Ph. 775;τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl. 1052
;τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys. 436
;δῶρα Th.2.97
([voice] Pass.);οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr. 101
; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 ([place name] Chios);σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25
, al., cf. Ep.Hebr.11.4;τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24
, etc.b esp. of food, drink, or medicine,θαλλὸν χιμαίραις S.Fr. 502
;π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26
, cf. Pl.Phdr. 270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.;π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm. 157c
; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg. 792a: c. inf.,π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1
; alsoδιψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr. 763
;χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24
;ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23
:—[voice] Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2;ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph. 230c
.4 address proposals, an offer, etc.,π. λόγον τινί Hdt.3.134
, 5.30, cf. 40;περὶ σπονδῶν Th.3.109
;ὅτι.. D.48.6
;λόγους π. τισί Th.3.4
;λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70
, cf. Hdt.8.52;λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57
.5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—[voice] Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.).II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., [voice] Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9.III intr., resemble, c. acc. of respect in which,π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4
;θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43
;π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453
; cf. infr. B. 1.5.B [voice] Pass., with [tense] fut.προσοίσομαι Th.6.44
, D.48.22: [tense] aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:— to be borne towards, and of ships, put in,εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6
: hence,2 attack. assault,πρός τινας Hdt.5.34
, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R. 422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly. 223b.3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96;π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94
; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2;πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8
; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173.4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140;τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111
, cf. X.Cyr.7.2.16;τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24
, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also , cf. Phdr. 252d;ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22
; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44;πρὸς τὰς τύχας Pl.R. 604d
; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17.5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like,ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116
; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής.C [voice] Med., with [tense] fut.- οίσομαι Phld.Sign.8
: [ per.] 3sg.[tense] aor. 1 subj.- ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.
:— προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc.2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.).3 like the [voice] Act., apply,κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R. 563d
;πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11
, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.).4 contribute, (s. v. l.); bring with one as dowry,εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4
(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11.6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφέρω
-
9 ἔλεγχος
ἔλεγχος, τό, Vorwurf, Schimpf; bes. schimpfliche Feigheit. Auch in der Anrede an Personen, ὦ πέπονες, κάκ' ἐλέγχε', Ἀχαιίδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, feige Memmen--------------------------------ἔλεγχος, ὁ, Beweis, Beweismittel, bes. um einen zu überführen, etwas zu widerlegen; wie sonst εἰς πεῖραν (Entscheidung durch Zweikampf); τὸ πρᾶγμα ἤδη τὸν ἔλεγχον δώσει, wird den Beweis geben; τοὺς ἐλέγχους ἀποδέχεσϑαι, als gültig anerkennen. Dah. Widerlegung; τάχ' ἂν ἔλεγχόν πη παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ, Gelegenheit zu widerlegen. Prüfung, Untersuchung, bes. vor Gericht; übh. etwas untersuchen, prüfen lassen, Rechenschaft geben; um zu erfahren. Verzeichnis, Register -
10 μυκτηρίζω
μυκτηρίζω (μυκτήρ ‘nostril, nose’) aor. ἐμυκτήρισα LXX (Hippocr., Epid. 7, 123=‘have a nose-bleed’) turn up the nose at, treat with contempt (Lysias in Pollux 2, 78; Sext. Emp., Math. 1, 217; LXX; TestJos 2:3; SibOr 1, 171) τινά someone (Pr 15:20; Ps 79:7) w. χλευάζειν 1 Cl 39:1. ἐμοὺς ἐλέγχους 57:5 (Pr 1:30); w. ὀνειδίζω GJs 3:1. Abs. Lk 23:35 D. Pass. (PTebt 758, 11 [II B.C.]; Jer 20:7) of God οὐ μ. he is not to be mocked, treated w. contempt, perh. outwitted Gal 6:7; Pol 5:1.—DELG. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
ἐλέγχους — ἔλεγχος 1 reproach neut gen sg (attic epic doric) ἔλεγχος 2 argument of disproof masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek