-
121 διάδοχος
διάδοχ-ος, ον,A succeeding a person in a thing:1 c. dat. pers. et gen. rei, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης his successor in the command, Hdt.5.26, cf. 1.162, etc.; θνητοῖς.. διάδοχοι μοχθημάτων succeeding them in, i.e. relieving them from, toils, A.Pr. 464, cf. 1027;σοι τῶνδε διάδοχος δόμων E.Alc. 655
.2 c. gen. rei only, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας succeeding to his command, Th.8.85;δ. τῆς κληρονομίας Isoc.19.43
;τῆς φιλοσοφίας Epicur.Fr. 217
.4 c. dat. pers. only,δ. Κλεάνδρῳ X.An.7.2.5
: c. dat. rei,ἔργοισι δ' ἔργα διάδοχα E.Andr. 743
; κακὸν κακῷ δ. ib. 803; quasiact., λύπη.. δ. κακῶν κακοῖς bringing a succession of evils after evils, Hec. 588; ἀγὼν.. γόων γόοις ( γόων bis codd.)δ. Supp.72
(lyr.).5 abs., διάδοχοι ἐφοίτων they went to work in relays or gangs, Hdt.7.22, cf. Th.1.110: neut. pl. as Adv., in turn, E.Andr. 1200(lyr.).6 as Subst., οἱ Δ. the Successors of Alexander, D.S.18.42.b the lowest grade of court officials at Alexandria, OGI100.4, PAmh.2.36.5, PRyl.67.2 (both ii B. C.).d head of a school of philosophers,τῆς σχολῆς Phld.Ind.Sto.53
;δ. Στωικός IG3.661
, cf. 22.1009 (Epist. Plotinae).e a kind of gem, Plin.HN37.157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάδοχος
-
122 εἰσδύνω
εἰσδύνω, and [voice] Med. [full] εἰσδύομαι (v. δύω): [tense] fut. -δύσομαι, with [tense] aor. 2 - έδῡν: [tense] pf. - δέδῡκα:—A get or crawl into,ἐς τὸν θησαυρόν Hdt.2.121
. β'; ψυχὴ ἐς ἄλλο ζῷον ἐσδύεται ib. 123; εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες the thongs entered into their feet, X.An.4.5.14; εἰς τὴν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς having wormed his way into the League, D.11.4.2 c. acc., go into, enter,ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι Il.23.622
;ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Hdt.1.193
;ἄκακον..τρόπον εἰσδύς
having put on..,Anaxil.
33.3.3 folld. by relat., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ saw not into what part of the earth she entered, E.IA 1583.II of feelings, δεινόν τι ἐσέδυνέ σφι great fear came upon them, Hdt. 6.138;εἰσέδυ με..οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν S.OT 1317
; [ ἡ ἀλήθεια]εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Plb.13.5.5
;λύπη εἰσδύνουσα Andronic.
Rhod. P.571M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσδύνω
-
123 κανονίζω
A measure or judge by rule, Longin.16.4; measure, regulate,τὰς πράξεις ἡδονῇ καὶ λύπῃ Arist.EN 1105a3
, cf. S.E.M.7.158;τῇ πείρᾳ τὴν ἐνέργειάν τινος Dsc.Praef.2
;τὴν ψυχήν Procl.Par.Ptol. 16
:—[voice] Pass., πάντα κεκανόνισται πρὸς δικαιοσύνην Aristeas 168;ἡδονῇ κανονιζόμενον Phld.Po.5.25
; τοῖσιν [ τοῖς πλάνησι]κανονίζεται αἰών App.Anth.3.147
( Theon or Hermes).III Gramm., κανονίζεται the rule is.., A.D. Pron.21.20: generally, Heliod. ap. Orib.46.9.4.2 [voice] Act., conjugate, give the paradigm of a verb, Sch.E.Hec. 1293:—[voice] Pass., Sch.Opp. H.1.259, etc.; to be parsed as.., εἰς ἀόριστον Sch.E.Ph. 1188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονίζω
-
124 κατήφεια
A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e
), ;κ. καὶ ὄνειδος 16.498
, 17.556;κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75
; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9;δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9
;τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20
, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8;κ. καὶ σύννοια Ph.2.204
;κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατήφεια
-
125 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
. -
126 κοινωνία
κοινων-ία, ἡ,A communion, association, partnership,κ. μαλθακά Pi.P.1.97
;οὔτε φιλία ἰδιώταις οὔτε κ. πόλεσιν Th.3.10
;ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Pl.Grg. 507e
;ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις Id.Lg. 861e
, cf. Smp. 182c; ἡ περὶ.. ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. ib. 188c;ἐν διαλύσει τῆς κ. Id.R. 343d
; ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσι, viz. co-education, ib. 466c; ἀνθρωπίνη κ. human society, Id.Plt. 276b;ἡ κ. ἡ πολιτική Arist.Pol. 1252a7
; αὕτη ἡ κ., of marriage, ib. 1334b33; πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. ib. 1281a1; fellowship, Act. Ap.2.42, al.;ἡ πρὸς τὸν Δία κ. Arr.Epict.2.19.27
.b joint-ownership, PLond.2.311.2 (ii A.D.), etc.2 c. gen. objecti,λυγραὶ.. τῶν ὅπλων κ. E.HF 1377
; ; ; ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. συνδεῖ ib. 462b; ;βοηθείας καὶ φιλίας D.9.28
; βίου, of marriage, BGU1051.9 (Aug.);ἡ κ. τοῦ ἁγίου πνεύματος 2 Ep.Cor.13.14
(later, of Holy Communion, Just. Nov.7.11);κ. τῶν ἱερῶν Supp.Epigr.4.247
([place name] Panamara); τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; what have herdsmen to do with the sea? E.IT 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; Ar.Th. 140;λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά Alex.296
; opp. ἀκοινωνησία, Dam.Pr. 423.IV Pythag. name for 2, Theol.Ar.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνία
-
127 λυμάχη
λυμάχη· ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη, Hsch. -
128 λύσις
A loosing, releasing, ransoming,νεκροῖο Il.24.655
;σώματος Lys.4.13
;ἡ λ. τῆς αἰσθήσεως ἐγρήγορσις Arist.Somn.Vig. 454b27
: c. gen. objecti, θανάτου λ. deliverance from death, Od.9.421, Thgn.1010;λ. ἔριδος Hes.Th. 637
; ;πενίης Thgn.180
;λύσιν αἰτησόμενοι τῶν παρεόντων κακῶν Hdt. 6.139
;πενθέων Pi.N.10.76
;μόχθων τῶν ἐφεστώτων S.Tr. 1171
;τῶν δειμάτων Th.2.102
;τῶν δεσμῶν Pl.R. 515c
; ἀπὸ τῶν δεσμῶν ib. 532b;ἐκ χαλεπῶν Thgn.1385
;βλασφημίας D.Ep.3.39
; (iv/v A. D.).2 abs., οὐ γὰρ λ. ἄλλη στρατῷ πρὸς οἶκον no other means of letting the host loose from port for home, S.El. 573.3 deliverance from guilt by expiatory rites, ὅπως λ. τιν' ἡμὶν εὐαγῆ πόρῃς may'st grant us a deliverance such as may purify us, Id.OT 921; οὐδ' ἔχει λύσιν [τὰ πήματα] admit not of atonement, Id.Ant. 598 (lyr.); ; τῇ [τῆς φιλοσοφίας] λύσει καὶ καθαρμῷ by her offer to release them, Id.Phd. 82d; αἱ νομιζόμεναι λ., in cases of homicide, Arist.Pol. 1262a32; λ. ἁμαρτημάτων blotting out of sins, Ph.2.151.4 redemption of mortgage or pledge, [χωρίον] πεπραμένον ἐπὶ λύσει IG2.1103
, al., cf. 12(7).55.14 ([place name] Amorgos), 12(8).18 ([place name] Lemnos).b release, discharge from a financial obligation, (i B. C.), etc.II loosing, parting,λ. καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd. 67d
; simply,ἡ τοῦ σώματος λ. Id.Ax. 371a
; dissolution, ;νόμων ἢ πολιτείας Arist.Pol. 1268b30
;βίου λύσιν ἔσχε IG14.140
([place name] Syracuse);λ. κομήτου Phlp.in Mete.86.25
; τῶν σφραγίδων αἱ λ. breaking them, Luc.Alex. 20.2 emptying, evacuation, πείνη μέν που λ. καὶ λύπη; Pl.Phlb. 31e; ἡ λ. τῶν κοιλιῶν, κοιλίας, Arist.Pr. 947b29, Dsc.1.64 (v.l.); emission of semen, Alex.Aphr.Pr.1.125 (pl.).3 λ. πυρετοῦ remission of fever, Gal.11.28; λ., opp. κρίσις, Id.9.732; cure, Anon.Lond.3.20; τὰ πάθη defined as συστολαὶ καὶ λύσεις (v.l. χύσεις) τῆς ψυχῆς, opp. κρίσεις, Zeno Stoic.3.113 = 1.51.4 as a technical term,a solution of a difficulty, ἡ λ. τῆς ἀπορίας its solution, Arist.EN 1146b7, al.; ἔχει τινὰ λ. πρὸς ταύτην τὴν ἀπορίαν, ὅτι .. Id.de An. 422b28;οὐ συμβαίνει ἡ λ. Id.EN 1153b5
;ὅταν τὸ θάμβος.. μὴ δύνηται τὴν λ. λαμβάνειν Epicur.Ep.1p.29U.
;εὑρεῖν λ. τοῦ προβλήματος Plb.30.19.5
;λ. εὑρέσθαι Phld.Rh.1.267
S.; also, interpretation,σημείων τεράτων τε λύσεις Orph.A.37
.d softening of a strong expression, Longin.38.5.g in metric, resolution of ¯ into [pron. full] ?λύσιςX?λύσιςX, Heph.6.
См. также в других словарях:
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
λύπη — η 1. θλίψη, οδύνη: Πέθανε από τη λύπη της για το χαμό του άντρα της. 2. οίκτος, συμπόνια: Κράτησε από λύπη τα κουτάβια. 3. δυσαρέσκεια για κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί: Εκφράσαμε τη λύπη μας για την ατυχία που τον βρήκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύπη — λύ̱πη , λύπη pain of body fem nom/voc sg (attic epic ionic) λύ̱πη , λυπέω grieve pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λύ̱πη , λυπέω grieve imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπῃ — λύ̱πῃ , λύπη pain of body fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπῇ — λῡπῇ , λυπέω grieve pres subj mp 2nd sg λῡπῇ , λυπέω grieve pres ind mp 2nd sg λῡπῇ , λυπέω grieve pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῦπαι — λύπη pain of body fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… … Dictionary of Greek
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… … Dictionary of Greek
λυπητερός — ή, ό 1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία») 2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι») 3. εύσπλαχνος, συμπονετικός. επίρρ... λυπητερά·1. με … Dictionary of Greek