-
1 Κηποι
οἱ Кепы, «Сады»1) местность к юго-вост. от Афин, на берегу Илиса2) местность на Боспоре Aeschin. -
2 κήποι
-
3 κῆποι
-
4 κήποι
terrain -
5 κηπος
дор. κᾶπος ὅ1) сад(πολυδένδρεος Hom.)
; перен. благодатный край, т.е. местопребываниеἈφροδίτης κ. Pind. = Κυρήνη;
Διός κ. Pind. = Λιβύη;Διὸς κῆποι Soph. — владения Зевса, т.е. небеса;κ. Εὐβοίας Soph. = — (цветущая) Эвбея;οἱ ἀπὸ τῶν κήπων Sext., Diog.L. — садовые философы (т.е. ученики Эпикура, который учил в своем саду);οἱ Ἀδώνιδος κῆποι Plat. — сады Адонида (Адониса), т.е. мимолетные прелести;2) pudenda muliebria Diog.L.3) Diod. = κῆβος См. κηβος -
6 κῆπος
A garden, orchard, or plantation, Od.7.129, 24.247, 338;πολυδένδρεος 4.737
; of any rich, highly cultivated region, as Ἀφροδίτας κᾶπος, i.e. Cyrene, Pi. P.5.24; Διὸς κ., i.e. Libya, ib.9.53 (but Διὸς κῆποι, also of heaven, S. Fr. 320 (lyr.); Φοίβου παλαιὸς κ., of the eastern sky, ib. 956, cf.Pl.Smp. 203b; cf.Ὠκεανοῦ κ. Ar.Nu. 271
);κ. Εὐβοίας S.Fr.24
; οἱ Μίδεω κῆποι, in Macedonia, Hdt.8.138; of the country round Panormus, Call. Hist.2; the enclosure for the Olympic games, Pi.O.3.24; οἱ ἀπὸ τῶν κ. the scholars of Epicurus, because he taught in a garden, S.E.M. 9.64, cf. D.L.10.10; οἱ Ἀδώνιδος κ., v. Ἀδωνις; οἱ Ταντάλου κ., prov. of illusory pleasures, Philostr.VS1.20.1: metaph., Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, i.e. poetic art, Pi.O.9.27; ;τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν Id.Phdr. 276d
.IV v.l. for κῆβος (q.v.). -
7 χειρ-ουργέω
χειρ-ουργέω, mit der Hand thun; νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο, εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Thuc. 8, 69; im Ggstz von βουλεύειν, Aesch. 2, 117; handhaben, behandeln, Antiph. 1, 20 u. Sp.; bauen, πολλοὶ δὲ κῆποι καὶ πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Plat. Critia. 117 c; selbst, ohne fremde Hülfe handeln, s. Lob. Phryn. p. 120; vom Wundarzt, operiren, Sp.
-
8 κατά-φυλλος
κατά-φυλλος, mit Blättern versehen, reich belaubt, κῆποι Stratt. bei Ath. II, 69 a.
-
9 εὐ-ώδης
εὐ-ώδης, ες, wohlriechend, angenehm duftend, ϑάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνϑος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Ueber die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.
-
10 κῆπος
κῆπος, ὁ, 1) der Garten; πολυδένδρεος Od. 4, 737; 7, 129; Il. 21, 285; κατάῤῥυτοι Eur. El. 777; Plat. Tim. 77 c u. A.; Pind. nennt auch den Kampfplatz in Olympia Διὸς κῆπος, Ol. 3, 25; übertr., ἐξαίρετον Χαρίτων κῆπον νέμομαι 9, 29, die Dichtkunst; so auch bei andern Dichtern übertr.; Ἀδώνιδος κῆποι, sprichwörtlich für jeden schnell vorübergehenden Reiz, für alles Gehaltlose, εἰς Ἀδώνιδος κήπους ἀρῶν Plat. Phaedr. 276 b; – οἱ ἀπὸ τῶν κήπων werden die Epikuräer genannt, weil Epikur in einem Garten lehrte, S. Emp. adv. phys. 1, 64; D. L. 10, 10 u. Sp. – 2) die weibliche Schaam, VLL.; vgl. D. L. 2, 16. – 3) eine gewisse Art die Haare zu scheeren, Schol. Ar. Av. 827; VLL. – 4) Eine geschwänzte Affenart, D. Sic. 3, 35; s. Iac. Ael. H. A. 17, 8; auch κεῖπος u. κῆβος.
-
11 ευωδης
2[ὄζω] благовонный, благоуханный, душистый(θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.)
-
12 κρεμαστος
31) подвешенныи, висящий(ἀρτάνη Soph.; βρόχοι Eur.)
2) висячийκλινίδιον κρεμαστόν Plut. — подвесная койка;
σκεύη κρεμαστά Xen. — висячие веревочные снасти, т.е. канаты и паруса;οἱ κρεμαστοὴ κῆποι Plut. — висячие сады3) (тж. κ. αὐχένος Soph.) повесившийсяκρεμαστέ γυνή Soph. = Ἰοκάστη
-
13 θάλλων
-
14 κήπος
ο1) сад; огород; 2) бахча;§ ζωολογικός κήπος — зоологический сад, зоопарк;
κρεμαστοί κήποι — висячие сады
-
15 κρεμαστός
A hung, suspended, ; κ. αὐχένος hung by the neck, Id.Ant. 1221: c. gen., hung from or on a thing,παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη E.Andr. 1122
; κ. ἀρτάνη, i.e. a halter, S.OT 1266;βρόχοι κ. E.Hipp. 779
; σκεύη κ. the rigging of ships, opp. ξύλινα σκ., X.Oec.8.12;τὰκ. ἱστία Hermipp.63.12
; κλινίδιον κ. hammock, Plu.Per.27;κ. ποτιστρέα PTeb. 527
(ii A. D.); κ. σταφυλή, i. e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; οἱ κ. κῆποι hanging gardens, Plu.2.342b;κ. παράδεισος Beros.
ap. J.AJ10.11.1; κρεμαστά, τά, fortresses, LXX Jd.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεμαστός
-
16 τρωκτός
A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56;τ. λάχανα Artem.1.67
.II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert,ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12
; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρωκτός
-
17 ἀγρός
A field, mostly in pl., fields, lands, Il.23.832, Od.4.757, Pi.P.4.149, etc.; opp. κῆποι, Theopomp. Hist. 89; sg., farm, Od.24.205; also in pl., X.HG2.4.1:— tilled land, opp. fallow,ἀγρὸς καὶ ἀργός, Ἀθηνᾶ 20.167
([place name] Erythrae).2 country, opp. town, Od.17.182, E.Supp. 884, etc.;ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς Epich.169
; ἀγρῷ in the country, Od.11.188; ἐπ' ἀγροῦ in the country, 1.190, 22.47;ἐπ' ἀγρὸῦ νόσφι πόληος 1.185
; in pl., ;ἐν οἴκοις ἢ 'ν ἀγροῖς S. OT 112
; ἐπ' ἀγρῶν ib. 1049; ;τὸν ἐξ ἀγρῶν Id.OT 1051
;τὰ ἐξ ἀγρῶν Th.2.13
, cf. 14;κατ' ἀγρούς Cratin. 318
, Pl.Lg. 881c;οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ Ar.Fr.387.2
; τὰ ἐν ἀγρῷγιγνόμενα fruits, X.Mem.2.9.4, cf. An.5.3.9:—prov., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦπλέως, i.e. boorish, Suid., Hsch.—Rare in later Greek, Ev.Marc. 15.21, PAmh.2.134.5, POxy. 967. [[pron. full] ᾰ by nature, so always in Com., exc.Ar.Av. 579, Philem.116; ᾱγρόθεν in Alc. Com.19 is paratrag.] (Cf. Skt. ájras 'plain', prob. fr. aj 'drive' (cf. ἄγω), i.e. pasture.) -
18 Ἀδώνειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀδώνειος
-
19 Ἄδωνις
Aὦ τὸν Ἄδωνιν Sapph.63
;Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄ. κλάομεν Pherecr.170
; ὥδωνις, i.e. ὁ Ἄ., Theoc.3.47:—hence, generally, favourite, darling,δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35
, cf. Alciphr.1.39, AP5.112 (Marc.Arg.).2 Ἀδώνιδος κῆποι cuttings planted in pots for the Adonia, Pl.Phdr. 276b, Thphr.HP6.7.3, cf. Theoc.15.113: prov., of any short-lived pleasure, Sch.Pl.l.c.3 αὐλὴ Ἀδώνιδος, at Rome, garden on the Palatine, Philostr.VA7.32.II kind of flying-fish, = ἐξώκοιτος, Clearch.73, Opp.H. 1.157, etc. -
20 ἄλουα
ἄλουα· κῆποι (Cypr.), Hsch.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κήποι — I Τοποθεσία της αρχαίας Αθήνας, όπου υπήρχε ο ναός της Αφροδίτης των Κήπων. Σύμφωνα με ορισμένους νεότερους ερευνητές, η τοποθεσία αυτή βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Ιλισού. Ο Πλίνιος υποστηρίζει ωστόσο ότι οι Κ. βρίσκονταν έξω από τα τείχη της… … Dictionary of Greek
κῆποι — κῆπος nisnas monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεμαστοί κήποι — Κήποι στην αρχαία Βαβυλώνα, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Βλ. λ. Βαβυλώνιοι (Αρχαιολογία, Τέχνη)· Επτά θαύματα … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek