-
21 Ἄδωνις
Ἄδωνις, Sohn des Kinyras und der Myrrhe, ein schöner Jüngling, von Aphrodite geliebt; sein früher Tod, in den vorderasiatischen Kulten gefeirt, bezeichnet symbolisch den kurzen Frühling jener Landschaften; Ἀδώνιδος κῆποι, Adonisgärtchen, eine schnellwachsende, während der Ἀδώνια (Adonisfest, Ende Juni) in Kübeln od. Töpfen gezogene Pflanze -
22 κῆπος
κῆπος, ὁ, (1) der Garten; auch der Kampfplatz in Olympia Διὸς κῆπος; übertr., ἐξαίρετον Χαρίτων κῆπον νέμομαι, die Dichtkunst; Ἀδώνιδος κῆποι, sprichwörtlich für jeden schnell vorübergehenden Reiz, für alles Gehaltlose; οἱ ἀπὸ τῶν κήπων werden die Epikuräer genannt, weil Epikur in einem Garten lehrte. (2) die weibliche Scham. (3) eine gewisse Art die Haare zu scheren. (4) Eine geschwänzte Affenart -
23 ἀλωή
Grammatical information: f.Meaning: `threshing-floor, garden' (Il.), also `halo' (around sun and moon) (Arat.); also `disk' of sun or moon, of a shield.Dialectal forms: Cypr. ἄλουα κῆποι H. (n. pl.?); Cypr. gen. alawo (= ἀλϜω?). Dor. αλος in Sicily, prob. from * alwo-.Compounds: μητρ-αλοίᾱς `matricide' (A.); Schwyzer 451: 4.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Maybe from *ἀλωϜη. ἅλως and the Cypr. forms might be from a hysterodynamic noun (type πάτρως) with nom. -ōu-s, acc. -ou-m̥, gen. - u-os; Beekes, Mnemosyne 24, 1972, 350-2. The root could be *sl̥(H)-. If Swed. lō is cognate, we might reconstruct * h₂(e)l-. Wrong Schwyzer 479:7: orig. `round', from PIE. u̯el(u)- `wind', which does not explain the Cyprian forms, nor the meaning `garden'. - Semantically we have prob. to think of a small piece of land near the farm, used for growing fruits and vegetables (garden) and for threshing; from threshing-floor \> disk \> halo; Ure, Class. Quart., 49, 1955, 255-230.Page in Frisk: 1,82-83Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλωή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κήποι — I Τοποθεσία της αρχαίας Αθήνας, όπου υπήρχε ο ναός της Αφροδίτης των Κήπων. Σύμφωνα με ορισμένους νεότερους ερευνητές, η τοποθεσία αυτή βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Ιλισού. Ο Πλίνιος υποστηρίζει ωστόσο ότι οι Κ. βρίσκονταν έξω από τα τείχη της… … Dictionary of Greek
κῆποι — κῆπος nisnas monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεμαστοί κήποι — Κήποι στην αρχαία Βαβυλώνα, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Βλ. λ. Βαβυλώνιοι (Αρχαιολογία, Τέχνη)· Επτά θαύματα … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek