-
1 κατά-φυλλος
κατά-φυλλος, mit Blättern versehen, reich belaubt, κῆποι Stratt. bei Ath. II, 69 a.
-
2 κατάφυλλος
κατά-φυλλος, mit Blättern versehen, reich belaubt
См. также в других словарях:
νηριτόφυλλος — νηριτόφυλλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύφυλλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λευκό φυλλος, μεγαλό φυλλος] … Dictionary of Greek