Перевод: с греческого на все языки

θάλλ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • θύλλα — θύλλα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλάδους ἢ φύλλα, ἢ ἑορτὴ τῆς Ἀφροδίτης». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παραλλαγή τού θ. θαλλ (πρβλ. θαλλός, θάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • monothalloid — monothalloid, a. Bot. (mɒnəʊˈθælɔɪd) [f. Gr. µόνο ς mono + θαλλ ός (see thallus) + oid.] Having a single or undivided thallus. in Syd. Soc. Lex …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»