-
1 κοιλιη
-
2 κοιλίη
κοιλίαcavity of the body: fem nom /voc sg (epic ionic)——————κοιλίαcavity of the body: fem dat sg (epic ionic) -
3 κοιλίῃ
Βλ. λ. κοιλίη -
4 χαλάω
χαλάω, fut. χαλάσω, dor. χαλάξω, perf. pass. κεχάλασμαι, – nachlassen, – 1) trans., d. i. eine Spannung aufheben, abspannen; βιόν, τόξα, H. h. Apoll. 6. 27; 12 τόξα κεχαλασμένα; Sp.; πτέρυγα χαλάξας, die Flügel sinken lassen, Pind. P. 1, 6; Gegensatz von συνάγω Plat. Tim. 66 c, von συντείνειν τὰ νεῦρα Phaed. 98 d; ἡνίας τοῖς λόγοις Prot. 338 a; μέτωπον, die Stirn entfalten od. entrunzeln, erheitern, Ar. Vesp. 655; vgl. Ant. Lup. p. 69; – losbinden, lösen, τινὰ ἐκ δεσμῶν Aesch. Prom. 176; πρὶν ἂν χαλασϑῇ δεσμὰ λυμαντήρια 993; χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην Soph. O. R. 1266; δεσμά Eur. Andr. 578; bes. χαλινὰ χαλᾶν, die straff angezogenen Zügel nachlassen, schießen lassen, und vom Ankertau, ναῠς ἔστη, ἢν χαλᾷ πόδα Or. 706; so auch κλῇϑρα, κλῇδας χαλᾶν, den Thürriemen losbinden, die Thür öffnen, Hipp. 808 Med. 1314; ἀσκόν Cycl. 161; τυγχάνω γε κλῇϑρ' ἀνασπαστοῠ πύλης χαλῶσα Soph. Ant. 1172; τοὺς μοχλούς Ar. Lys. 310; auch μοχλοῖς πύλας χαλᾶτε, Aesch. Ch. 866; u. übertr., χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφϑαλμῶν Soph. El. 1460; – eng zusammengezogene Dinge aus einander lassen, erweitern. – Uebtr. = fahren lassen, aufgeben, τὴν ὀργήν Ar. Vesp. 753. – 2) intr., erschlaffen, lose od. schlaff werden, seine Spannung od. seine Kraft verlieren, ἐπειδὰν αἱ ἐπιϑυμίαι χαλάσωσι Plat. Rep. I, 329 c; χαλασάσης τῆς ἀλγηδόνος Luc. Amor. 27. – Dah. auch aus einandergehen, seine Haltung verlieren, sich öffnen, ζῶναί σοι χαλῶσι Eur. Bacch. 933; πύλαι χαλῶσαι, offen stehend, Xen. Cyr. 7, 5,29. – 3) χαλᾶν τινος, von Etwas nachlassen, ablassen, τῆς ὀργῆς Ar. Av. 383; αἰκίζεταί τε κοὐδαμῆ χαλᾷ κακῶν Aesch. Prom. 256; absolut, σφίγγε, μηδαμῆ χάλα 58; vgl. Soph. O. C. 203; σμικρόν γέ μοι τῆς ἀρχῆς χάλασον Plat. Men. 86 e; χαλῶντες τοῠ τόνου Luc. bis acc. 21; – χαλᾶν τινι, Einem nachgeben, gegen ihn nachsichtig sein, ihm vergeben, verzeihen; χάλα τοῖς τοκεῦσιν, vergieb deiner Mutter, Eur. Hec. 407; εἴκειν ὁδοῦ χαλῶντα τοῖς κακίοσιν Ion 637. – Bei den Aerzten κοιλίη ὑγρὰ χαλᾷ, vom Durchfall, Hippocr.
-
5 ξυσματ-ώδης
ξυσματ-ώδης, ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.
-
6 λαπαρός
-
7 ἐπι-ταράσσω
ἐπι-ταράσσω, att, - άττω, noch dazu verwirren, beunruhigen, Her. 2, 139; κοιλίη ἐπιταράσσεται Hippocr.; Sp., ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς, unterbricht, Luc. D. Mort. 2, 1; öfter bei Plut.
-
8 κοιλια
ион. κοιλίη ἥ1) брюшная полость, животκενῇ τῇ κοιλίᾳ Arph. — с пустым животом, натощак
2) внутренности(τέν κοιλίην ἑλέειν Her.)
κ. ὑεία Arph. — свиные потроха3) желудокἀλεκτρυόνος κοιλίαν ἔχειν Arph. — иметь петушиный желудок, т.е. переваривать все, что угодно;
τέν κοιλίαν λύειν Arst. — очищать желудок;κ. ῥέουσα Diod. — понос4) чрево, утроба(καρπὸς τῆς κοιλίας NT.)
5) анат. полость, желудочек (sc. τῆς καρδίας Arst.)6) пустота, полость (sc. τῆς γῆς Arst.)αἱ μεταξὺ κοιλίαι Arst. — пустые промежутки
-
9 εὐδιέξοδος
εὐδιέξοδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιέξοδος
-
10 εὔογκος
εὔογκ-ος, ον,A of good size, bulky, massive, Hp. Art.23;κοιλίη Id.Prog.11
; οὐδ' ἄγαν εὔ. E.Fr.688.3;εὔ. εἶναι γαστρὶ μὴ πληρουμένῃ Trag.Adesp.546.5
; εὔ. φωνή a full, rich voice, opp. ψιλή, Philoch.66: [comp] Comp., -ότεραι ἀπὸ τῶν ἰσχίων Sor. 2.53
: metaph., weighty, important, opp. εὐτελής, Arist.Rh. 1408a12: [comp] Comp., Phld.Po. 2.38.II of moderate or convenient bulk, compact, Aen. Tact.29.6 ([comp] Comp.), 31.23 ([comp] Sup.), Arist.Mete. 380a5 ([comp] Comp.), GA 766b20, Mnesith. ap.Ath.7.357f, etc.; portable, Thphr.HP9.16.8;τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Plu.2.969e
; στρατόπεδον of manageable size, Polyaen.5.16.1: metaph., τῆς λέξεως τὸ εὔ. compact, concise, of γνῶθι σεαυτόν, Plu.2.511b. Adv. - κως, διάγειν preserve a moderate embonpoint, Diocl.Fr.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔογκος
-
11 ζυμόω
A leaven,μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζ. 1 Ep.Cor.5.6
:—[voice] Pass., to be leavened, ferment, LXX Ex.12.34,39, Plu.2.659b, etc.; of digestion,τὰ μέλανα -οῦται Hp.Acut.61
; [κοιλίη] ἐζυμωμένη in a ferment, Id.VM11. -
12 κατάπυκνος
II Medic., very costive,κοιλίη Hp.
Acut.(Sp.) 56.III κ. εἰς σχηματισμόν often using a formation, A.D.Adv.186.2;ἡ διάλεκτος κ. ἐπὶ τὴν Χρῆσιν Id.Synt.50.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπυκνος
-
13 καταρρήγνυμι
A : late [tense] pf.κατέρρηχα Arch.Pap.2.125b10
(ii A. D.):— break down,τὴν γέφυραν Hdt.4.201
;μέλαθρα E.
l.c.2 tear in pieces, rend,κατερρήγνυε.. τὰ ἱμάτια D. 21.63
;τὸ διάδημα D.S.19.34
;τὴν ἐσθῆτα Luc.Pisc.36
:—[voice] Med., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.8.99, cf. X.Cyr.3.1.13, etc.3 metaph., τροπὰς καταρρήγνυσι[ ἡ ἀναρχία] breaks up armies and turns them to flight, S.Ant. 675.II [voice] Pass., esp. in [tense] aor. κατερράγην[pron. full] [ᾰ], with [tense] pf. [voice] Act. κατέρρωγα:— to be broken down,κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Hdt.7.23
; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν to be thrown down and broken, Id.3.111;τὸ οἴκημα κατερράγη Th.4.115
;ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Str.5.2.6
.2 fall, rush down, of storms, waterfalls, etc., Hp.Aër.8; break or burst out,Χειμὼν κατερράγη Hdt. 1.87
;ὄμβροι καταρραγέντες Arist.Mu. 400a26
; of tears,ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι E.Alc. 1068
: c. gen.,τοῦ ῥεύματος -ρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Philostr.VA6.23
(also intr. in [voice] Act., of a river,- ρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν 3.52
); of wind, Plu.Fab.16: metaph.,ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.Eq. 644
, cf. Ach. 528;γέλως Ph.2.528
;κρότος Plb.18.46.9
(but );βροντή Luc.VH2.35
.3 to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη with comminuted, crumbling soil, Hdt.2.12;γῆ κατερρωγυῖα Arist.HA 556a5
; to be ruinous,ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους IG22.463.75
.4 Medic., have a violent discharge, suffer from diarrhoea,καταρρήγνυται ἡ κοιλίη Hp.VM10
, cf.καταρράσσω 11
; of persons,κατερρήγνυντο τὰς γαστέρας App.Hisp.54
;ἢν μὴ φῦσαι -ρραγέωσιν Hp.Aph.4.73
.b of menstruation, τοῖς θήλεσιν.. τὰ καταμήνια κ. Arist.HA 581b1.5 of tumours, break, burst, Hp.Coac. 613, Epid. 6.8.18, al.6 of parts of the body, fall in, collapse, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα κ. Id.Nat.Puer.30, cf. Mul.1.1; κατερρωγότα τὰ στέρνα [ ἔχων] flat-chested, Jul.Or.6.198a; of the lips or tongue, to be fissured, Antyll. ap. Orib.10.27.13, Aët.5.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρήγνυμι
-
14 ξηρός
A dry, opp. ὑγρός, of a dried-up river, Hdt.5.45 ;χειμάρρους ξηροὺς ὕδατος Arr.An.4.3.2
;ἠὴρ ξ. Hdt.2.26
;ξ. ἄνεμος Ar. Nu. 404
;ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν A.Th. 696
;ὀμμάτων ξ. κόραι E.Or. 389
; μέτρα ξ. τε καὶ ὑγρά dry and liquid measures, Pl.Lg. 746d ; ὕλη αὔη καὶ ξ. ib. 761d ; ξ. γάλα, i.e. ripe cheese, Eust.1001.51 (cf. περίξηρος) ; so τυρὸς ξ., opp. τυρὸς χλωρός, Antiph.133.7, cf. Philox.3.8; ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν on solid food, i.e. cereals, E.Ba. 277 ; καρπὸς ξ., i.e. cereal, opp. κ. ξύλινος, produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, Pl. Criti. 115b ;ξ. χόρτος
hay,PPetr.
3p.181 (iii B.C.) ; φοῖνιξ ξ. dried dates, PSI1.33.14 (ii A.D.); ξ. καρποί, opp. οἶνος, ἔλαιον, Arr.Epict.2.23.5 ; ξ. πυρίαι applications of dry heat, Hp.Acut.21, Archig. ap. Gal. 12.621 ; cf. ξηροπυρία. Adv. by the use of dry powder,Hp.
Epid. 6.3.13 (s.v.l.).2 of bodily condition, withered, lean, ;ξηρὸς ὑπαὶ δείους Theoc.24.61
;ξ. κοιλίη
costive,Hp.
Aph.2.20.3 of the voice, cf. ξηρόφωνος.II fasting: hence, generally, austere, (lyr.); of persons, Antiph.16 ; harsh, opp. ἡδύς, E.Andr. 784 (lyr.).2 metaph., of style,πραγματεία ἀτερπὴς καὶ ξ. Epicur.Fr. 505
(p.358 U.);τὸ ξ.
aridity,Demetr.
Eloc. 238 ; of critics,ξηροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες AP11.322
(Antiphan.).III as Subst. ἡ ξηρά (sc. γῆ), dry land, opp. ὑγρά, X.Oec.19.7 (also [comp] Comp. ξηροτέρα γῆ ib.6), cf. Ev.Matt.23.15, etc. ;τὸ ξηρόν Hdt.2.68
; ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν to leave the ships aground, Th.1.109 ;ναῦς ἐς τὸ ξ. ἐξωθεῖν Id.8.105
; τὸ ξ. τοῦ ποταμοῦ the part of its bed left dry, X.Cyr. 7.5.18: for Theoc.1.51 v. ἀκράτιστος.2 ξηρά, ἡ, in a bath-house, room for dry heat, POxy.2145.12 (ii A.D.). -
15 πανδέκτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδέκτειρα
-
16 πεπτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεπτήριος
-
17 προσαφής
προσᾰφής, ές,A touching upon, in communication with,π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαφής
-
18 πυριφλεγέθης
πῠρι-φλεγέθης, ες,=A ,κοιλίη Hp.Mul.1.52
, cf. 2.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριφλεγέθης
-
19 σηπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηπτικός
-
20 σκληρός
σκληρός, ά, όν, also [dialect] Dor., Pi.O.7.29, Epich.[288], hyperdor. [full] σκλᾱρός Ti.Locr.104c:—I hard to the touch,ξύλον σ. ἢ μαλακόν Thgn.1194
; ἐλαία Pi.l.c.;γῆ A.Pers. 319
, cf. X.Oec.16.11; , etc.2 of sound, harsh,σκληρὸν ἐβρόντησε Hes.Th. 839
;βρονταί Hdt.8.12
;ἡ φωνὴ σκληροτέρα Arist.Aud. 801b38
, al.3 of taste and smell, harsh, bitter, σ. ὕδατα (springing from a rocky soil) Hp.Aër.1; soσκληρότατος ἀὴρ καὶ τόπος Plb.4.21.5
; of wine, dry, Ar.Fr. 579, Dsc. Alex.Praef.;ὀσμαί Thphr.CP6.14.12
([comp] Comp.): metaph.,σ. φράσις D.H.Pomp.2
.4 stiff, unyielding, opp. ὑγρός (lithe and supple),τιτθία σ. καὶ κυδώνια Ar.Ach. 1199
;σκληρότεροι μαστοί Arist.PA 688a27
;σκέλη X.Eq.1.6
; τί τὸ ὑγρὸν τοῦ χαλινοῦ καὶ τί τὸ ς. ib.10.10; of the hair (cf. σκληρόθριξ), Arist.HA 517b11 ([comp] Comp.), al.; σ. δέρμα, σάρξ, Id.PA 665a2, Phgn. 806b22, etc.; of persons, Pl.Tht. 162b, Smp. 196a, Plu.Ages.13, Luc.Salt.21; of dogs, X.Cyn.3.2; τράχηλος ib.5.30; οἱ τὸ σῶμα ς. Arist.Pr. 873a34, al.7 of a wind, strong, Ep.Jac.3.4, Poll.1.110, Ael.NA9.57.II metaph.,1 of things, hard, austere,μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο, μὴ τὰ σ. ἔχῃς Epich.
l.c.; ;δίαιται E.Fr.525.5
;βίος Men.522
; τὰ ς. hard words, S.OC 1406;σ. συμφοραί E.Fr.684.3
;σκληρὰ μαλθακῶς λέγων S.OC 774
; τόνος ἀπηνὴς καὶ ς. Plu.Phoc.2; τὸ σ. = σκληρότης, ἡ δίαιτα.. ὑπερβάλλει ἐπὶ τὸ σ. Arist.Pol. 1270b33.2 of persons, harsh, austere, cruel, stubborn, S.Fr.24.7, Pl.Tht. 155e, Ti.Locr. l.c.; σ. ἀοιδός, of the Sphinx, S.OT36;σ. γὰρ αἰεί E.Alc. 500
;ὦ σ. δαῖμον Ar.Nu. 1264
; ; ἄγροικοι καὶ ς. Arist.EN 1128a9;σ. ψυχή S.Aj. 1361
, Tr. 1260(anap.);σ. ἄγαν φρονήματα Id.Ant. 473
; ; σ. θράσος stubborn courage, E.Andr. 261.III Adv., - ρῶς καθῆσθαι, i.e. on a hard seat, Ar.Eq. 783;εὐνάζεσθαι X. Cyn.12.2
.2 hardly, with difficulty, E.Fr.282.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρός
См. также в других словарях:
κοιλίη — κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλίῃ — κοιλία cavity of the body fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιέξοδος — εὐδιέξοδος, ον (Α) αυτός που εξέρχεται με ευχέρεια («εὐδιέξοδος κοιλίη» εύκολη κένωση, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
ξυσματώδης — ξυσματώδης, ῶδες (Α) [ξύσμα] όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πυριφλεγέθης — ες, Α αυτός που παρουσιάζει φλόγωση, πυριφλεγής («πυριφλεγέθης κοιλίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθης (< φλεγέθω, ποιητ. τ. τού φλέγω)] … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
συναποφέρω — Α 1. φέρω επίσης μαζί μου («πάντας κοιλίη συναπήνεγκεν», Ιπποκρ.) 2. μεταφέρω συγχρόνως μαζί μου («συναποφέρει τὸν ἀναβάτην», Γαλ.) 3. μέσ. συναποφέρομαι παρασύρω συγχρόνως μαζί μου … Dictionary of Greek