Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περίξηρος

См. также в других словарях:

  • περίξηρος — dry round about masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίξηρος — ον, ΜΑ ξηρός γύρω γύρω, κατάξερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. το περίξηρον ο φλοιός …   Dictionary of Greek

  • περίξηρον — περίξηρος dry round about masc/fem acc sg περίξηρος dry round about neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξήροιο — περίξηρος dry round about masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξήροις — περίξηρος dry round about masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξήρου — περίξηρος dry round about masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξήρῳ — περίξηρος dry round about masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίξηρα — περίξηρος dry round about neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»