Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κέντρῳ

См. также в других словарях:

  • κεντρώ — κεντρῶ, όω (Α) βλ. κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • κέντρω — κέντρον any sharp point neut nom/voc/acc dual κέντρον any sharp point neut gen sg (doric aeolic) κεντρόω furnish with a sting pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεντρόω furnish with a sting imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέντρῳ — κέντρον any sharp point neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέντρωι — κέντρῳ , κέντρον any sharp point neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • остьнъ — ОСТЬН|Ъ (12), А с. 1.Острие, шип: но да прославѧтсѧ хвалѧщеи. акы ѡстномь памѧтью на равна˫а встающеи. (κέντρῳ) ГБ к. XIV, 132г; того ради хвалѧтсѧ славѧщеи бо ихъ прославлени. i ˫ак(о) остномь памѧтью ихъ пострѣкаѥми. Там же, 133а; | образн.:… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARA — I. ARA Tria fuerunt Veterum in sacrificiis loca, per quae expiationem faciebant, Scrobiculus, quô Inferis: Ara, quâ terrestribus, et Altare seu Focus, quô Caelestibus factum est. Hinc Vir eruditus ad Iustinum l. 11. c. 5. Altare quid augustius et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επισπέρχω — ἐπισπέρχω (Α) 1. επιταχύνω, επισπεύδω («ἵππους κέντρῳ ἐπισπέρχων», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ γρήγορα 3. ορμώ παράφορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»] …   Dictionary of Greek

  • κέντρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 91 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 27 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το …   Dictionary of Greek

  • κέντρωση — η (Α κέντρωσις) [κεντρώ] νεοελλ. η τοποθέτηση στο κέντρο αρχ. νύξη, κέντηση, κέντρισμα …   Dictionary of Greek

  • κατακεντρώ — κατακεντρῶ, όω (Α) κοσμώ με κέντρα, με οξείες εξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεντρῶ «εφοδιάζω με κεντρί» (εδώ «με οξείες προεξοχές») (< κέντρον «κεντρί»)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»