Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόρσα

См. также в других словарях:

  • κόρσᾳ — κόρσαι , κόρση temple fem nom/voc pl κόρσᾱͅ , κόρση temple fem dat sg (doric aeolic) κόρσαι , κόρσης who shaved his beard masc nom/voc pl κόρσᾱͅ , κόρσης who shaved his beard masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρσας — κόρσᾱς , κόρση temple fem acc pl κόρσᾱς , κόρση temple fem gen sg (doric aeolic) κόρσᾱς , κόρσης who shaved his beard masc acc pl κόρσᾱς , κόρσης who shaved his beard masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρσαι — κόρση temple fem nom/voc pl κόρσᾱͅ , κόρση temple fem dat sg (doric aeolic) κόρσης who shaved his beard masc nom/voc pl κόρσᾱͅ , κόρσης who shaved his beard masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CIRRI — apud Iuvenal. Sat. 13. v. 165. Caerula quis stupuit Germani lumina, flavam Caesariem, et madidô torquentem cornua cirrô? Et Tertullian. de Virgin. vel. Debebunt et ipsi aliqua insignia sibi defendere, aut pennas Garamantum, aut stropulos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»