Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐγκουράς

См. также в других словарях:

  • εγκουράς — ἐγκουράς ( άδος), η (Α) 1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία 2. στίγματα στο πρόσωπο 3. κουρεμένος …   Dictionary of Greek

  • ἐγκουράς — painting on the ceiling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκουράδες — ἐγκουράς painting on the ceiling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκουράδι — ἐγκουράς painting on the ceiling fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»