Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρόταφοι

См. также в других словарях:

  • κρόταφοι — κρόταφος side of the forehead masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Силлабо-метрическое стихосложение — Содержание 1 Отличие силлабо метрики от метрики 2 Возникновение и развитие …   Википедия

  • κορσεία — Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ.… …   Dictionary of Greek

  • πολιώ — όω, Α [πολιός] κάνω κάποιον ή κάτι πολιό, ψαρό, γκρίζο («πρῶτον πολιοῡνται οἱ κρόταφοι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ՔՈՒՆ — (քընոյ.) NBH 2 1012 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ὔπνος somnus եւ κοίμησις . (լծ. հյ. քուն. լտ. cubitus. պ. խապ ). Նինջ. նիրհ. հանգիստ մահճի՝ թրութեամբ զգայութեանց, իբր պատկեր մահու. եւս եւ Երազ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μήνιγγα — μήνιγγα, η και μηνίγγι, το 1. καθεμιά από τις τρεις μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. 2. στον πληθ., οι μήνιγγες οι κρόταφοι, τα μηλίγγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιός, -ιά, -ιό — αυτός που έχει υπόλευκα μαλλιά, ψαρός: Πολιοί κρόταφοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»