-
1 κρόταφοι
κρόταφοςside of the forehead: masc nom /voc pl -
2 κερατο-φυής
κερατο-φυής, ές, Hörner erzeugend, habend; Dionysos, Ath. XI, 476 a; κρόταφοι E. M. 541, 18.
-
3 πολιοομαι
-
4 κόρση
κόρσ-η, ἡ, [dialect] Att. [full] κόρρη, [dialect] Dor. [full] κόρρα Theoc.14.34, [dialect] Aeol. [full] κόρσα Alc. 34.5:—A temple, side of the forehead (in this sense not in pl., for wh. κρόταφοι is used, but cf. Ruf.Onom.13, Poll.2.40),ξίφει ἤλασε κόρσην Il.5.584
, cf. 13.576;τόν ῥ' Ὀδυσεὺς.. βάλε κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή 4.502
, cf. Call.Dian.78.2 in [dialect] Att., πατάξαι ἐπὶ κόρρης smack on the jaw, Pherecr. 155b ( CAF iii p.716), D.21.147; ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόρρης [τύπτῃ], i.e. with the fist, or with the open hand, ib.72;ἐπὶ κόρρης τύπτειν Pl.Grg. 486c
, 508d, 527a;ῥαπίζειν ἐπὶ κ. Hyp.Fr.97
( ἐρραπίσθη τὴν γνάθον ibid.); πὺξ ἐπὶ κόρρας ἤλασα Theoc.l.c.; laterκατὰ κόρρης πατάσσειν Luc.DMort.20.2
, Gall.30, cf. EM529.39.3 in pl., hair,λευκὰς δὲ κ. τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ A.Ch. 282
, cf. Poll.2.32 (perh. the white down in psoriasis): in sg.,ναὶ μὰ τήνδε τὴν τεφρὴν κόρσην Herod.7.71
(unless in signf. 1.4).4 head,κ. ἀναύχενες Emp.57.1
, cf. Nic. Th. 905, Opp.C.3.25; [dialect] Att. for the whole head and neck, Ael.Dion.Fr. 235; [dialect] Ion. for head, Eratosth. ap. Did.in Miller Mél. 400.II part of a temple gate, Vitr. 4.6.3. -
5 πολιόω
A turn grey, Dsc.1.30, Eup.1.94:—mostly in [voice] Pass., to be or become grey,ὁ ἄνθρωπος πολιοῦται μόνος Arist.GA 780b4
, cf. Gal.12.441;πρῶτον πολιοῦνται οἱ κρόταφοι Arist.HA 518a16
, cf. Plu.Fr.inc. 149; of things, J.AJ10.11.7. -
6 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
См. также в других словарях:
κρόταφοι — κρόταφος side of the forehead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Силлабо-метрическое стихосложение — Содержание 1 Отличие силлабо метрики от метрики 2 Возникновение и развитие … Википедия
κορσεία — Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ.… … Dictionary of Greek
πολιώ — όω, Α [πολιός] κάνω κάποιον ή κάτι πολιό, ψαρό, γκρίζο («πρῶτον πολιοῡνται οἱ κρόταφοι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ՔՈՒՆ — (քընոյ.) NBH 2 1012 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ὔπνος somnus եւ κοίμησις . (լծ. հյ. քուն. լտ. cubitus. պ. խապ ). Նինջ. նիրհ. հանգիստ մահճի՝ թրութեամբ զգայութեանց, իբր պատկեր մահու. եւս եւ Երազ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μήνιγγα — μήνιγγα, η και μηνίγγι, το 1. καθεμιά από τις τρεις μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. 2. στον πληθ., οι μήνιγγες οι κρόταφοι, τα μηλίγγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιός, -ιά, -ιό — αυτός που έχει υπόλευκα μαλλιά, ψαρός: Πολιοί κρόταφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)