Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόρρη

См. также в других словарях:

  • κόρρη — κόρρη, ἡ (Α) βλ. κόρση …   Dictionary of Greek

  • κόρρη — κόρση temple fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκορσος — ἄκορσος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει κεφάλι, ο ακέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόρση, αττ. κόρρη «κρόταφος»] …   Dictionary of Greek

  • επικορρίζω — ἐπικορρίζω (Α) χτυπώ κάποιον στο κεφάλι («τῶν περδίκων οἱ τιθασοὶ τοὺς ἀγρίους... ἐπικορρίζουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κορρίζω (< κόρρη «κρόταφος»)] …   Dictionary of Greek

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκόρρης — και ψιλοκόρσης, ὁ, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κόρση / κόρρη «κρόταφος» και «τρίχες τού κροτάφου»] …   Dictionary of Greek

  • k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- —     k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu     English meaning: head; horn     Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel”     Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»