-
41 κωμωιδίαν
κωμωιδίᾱν, κωμῳδίαcomedy: fem acc sg (attic doric aeolic) -
42 βοτρυοστέφανος
βοτρῠο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρυοστέφανος
-
43 δῆμος
A district, country, land,Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες Il.5.710
;Λυκίης ἐν πίονι δ. 16.437
, cf. Od.13.322, etc.;'Ιθάκης ἐνὶ δ. 1.103
;δήμῳ ἔνι Τρώων 13.266
;λαοὶ ἀνὰ δῆμον 16.95
: metaph., δῆμος ὀνείρων the land of dreams, 24.12.2 the people, inhabitants of such a district,πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Il.3.50
, cf. h.Cer. 271;Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. A.Pers. 732
.II hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the city), the commons, common people, δήμου ἀνήρ, opp. βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, etc., Il.2.198, 188, cf. 11.328, Hes.Op. 261, Hdt.5.66, Act.Ap.12.22, etc. (rarely of a single person, δῆμον ἐόντα being a commoner, Il.12.213); opp. οἱ εὐδαίμονες, Hdt.1.196; opp. οἱ παχέες, Id.5.30; opp. οἱ δυνατοί, Th.5.4;οἱ.. ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος Id.8.73
; = Lat. plebs, D.H.6.88, etc.;τοῦ πολλοῦ δ. εἷς
unus de plebe,Luc.
Sat.2;τοῦ δ. ὤν Id.Gall.22
; in an army, rank and file, opp. officers,ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν X.Cyr.6.1.14
.2 metaph.,δ. ἰχθύων Antiph. 206.7
;τυράννων Philostr.VS1.15.1
;πιθήκων Id.VA3.4
; ὀρνέων Alciphr.3.30.III in a political sense, the sovereign people, the free citizens, A.Th. 199, 1011, etc.;ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων IG12.10.37
, etc.;προστάτης τοῦ δήμου Th.6.35
, etc.; personified, Ar.Eq.42, al.;ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων IG22.1028
.2 popular government, democracy, opp. ὀλιγαρχίη, Hdt.3.82; opp. οἱ τύραννοι, And.1.106;πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. SIG283.4
(iv B. C.);δήμου κατάλυσις X.HG2.3.28
, Arist. Ath.8.4;ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Philippid.25.7
; δ. καταστῆσαι, καταπαύειν, X.HG7.3.3, Th.1.107: in pl., democracies, Id.3.82, D.20.15;δ. ὁ ἔσχατος Arist.Pol. 1277b3
.3 the popular assembly,λέγειν ἐν τῷ δ. Pl.R. 565b
; ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., formula in Inscrr., as IG12.39, etc.; of the assembly of Oxyrhynchus, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), 1407.19 (iii A. D.).IV township, commune ( = [dialect] Dor. κώμη acc. to Arist.Po. 1448a37; butδιελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46
, cf. Pl.Lg. 746d, and v. infr.), in Attica, Hdt.5.69, Arist.Ath.21.5, Str.9.1.16, IG12.76.9, al.; elsewh., ib.12(5).594 ([place name] Ceos), Phib.1.28.13 (iii A. D.), OGI49.14 ([place name] Ptolemais), etc.:—[dialect] Dor. [full] δᾶμος, Michel418.34 ([place name] Calymna), IG12(1).58.23 ([place name] Lindos): in indications of origin,Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν Hdt.9.73
;δήμου Ἁλαιεύς Antiph.211
;τῶν δήμων Πιτθεύς Pl.Euthphr.2b
;τῶν δ. Θορίκιος D.39.30
, cf. Arist.Ath.21.4;ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. IG22.223B4
: metaph.,οἱ τῆς θαλάσσης δ. Philostr. Gym. 44
.V name for a prostitute, Archil.184. -
44 καινός
A new, fresh,ἔργα οὔτ' ὦν κ. οὔτε παλαιά Hdt.9.26
;κ. ὁμιλία A.Eu. 406
; κ. λόγους φέρειν to bring news, Id.Ch. 659; τίδ' ἐστὶ κ.; S.OC 722, cf.Ph.52;τὰ κ. τοῖς πάλαι τεκμαίρεται Id.OT 916
; ; ἢ βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι, "λέγεταί τι κ.;" D.4.10; γένοιτ' ἄν τι -ότερον ἤ.. ibid.; ἐκ καινῆς (sc. ἀρχῆς) anew, afresh, Th.3.92, Thphr.CP5.1.11, Jahresh.23 Beibl.91 (Pamphyl., i A. D.), etc. (also (iii A. D.)); esp. of new dramas,τραγῳδῶν γιγνομένων καινῶν Aeschin.3.34
; briefly τραγῳδοῖς κ. at the representation of the new tragedies, Docum. ap. D. 18.54; τραγῳδῶν τῇ κ. [ ἐπιδείξει] ib.55; καινῇ κωμῳδῶν, τραγῳδῶν, CIG 2759iii ([place name] Aphrodisias); but κ. κωμῳδία, τραγῳδία, of a new style of drama, IG7.1773 (Thebes, ii A.D.).2 newly-made, κύλικες, τριήρης, ὀθόνια, οἶνος, SIG1026.26 (Cos, iv/iii B. C.), IG22.1623.289, PLond.2.402v12 (ii B. C.), Ostr.1142.4 (iii A. D.).3 Adv. - νῶς newly, afresh, Alex.240.4.II newly-invented, novel,καινότεραι τέχναι Batr.116
;κ. προσφέρειν σοφά E.Med. 298
;ἔνθα τι κ. ἐλέχθη Philox.3.23
;οὐκ ἀείδω τὰ παλαιά, καινὰ γὰρ ἀμὰ κρείσσω Tim.Fr.21
; κ. θεοί strange gods, Pl.Euthphr.3b;κ. δαιμόνια Id.Ap. 24c
;κ. τινες σοφισταί Id.Euthd. 271b
;κ. καὶ ἄτοπα ὀνόματα Id.R. 405d
; καινὰ ἐπιμηχανᾶσθαι innovations, X.Cyr.8.8.16; οὐδὲν -ότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων he introduced as little of anything new as others, Id.Mem.1.1.3, cf. Pl.Phd. 115b;πεπόνθαμεν -ότατον D.35.26
; τὸ κ. τοῦ πολέμου prob. f.l. for κενόν (v. κενός), Th.3.30; οὐ καινόν nothing to be surprised at, Hp.Int.17; τὸ -ότατον what is strangest, parenthetically, Luc.Nigr.22, al.; . Adv., μὴ σὺ -νῶς μοι λάλει in new, strange style, Alex.144, cf. Pl.Phdr. 267b: [comp] Comp.-οτέρως, νοῆσαι περί τινος Arist.Cael. 308b31
; without precedent,- νῶς κατακριθῆναι OGI669.46
,49 (Egypt, i A. D.).III κ. ἄνθρωπος, = Lat. novus homo, Plu.Cat.Ma.1; πράγματακ., = res novae, Id.Cic.14, cf. 2.212c. -
45 καταβιβάζω
καταβῐβ-άζω, causal of καταβαίνω,A make to go down, bring down,τινὰ ἀπὸ τῆς πυρῆς Hdt.1.87
, cf. 86; ;στρατιώτας.. εἰς τὴν Χώραν τῶν Φρυγῶν Hell.Oxy. 16.3
;τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν Plu.Them.4
; bring from town to country, Id.Cam.10; down into a mine, Th.7.86, Plu.2.262d: metaph., bring down, lower,κ. σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς τὸ δημοτικώτερον D.H.7.45
:—[voice] Pass.,κωμῳδία -βιβασθεῖσα εἰς τὸ λογοειδές Str.1.2.6
.2 force to come down,εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον X.HG4.6.7
, cf. Th.5.65; drive away, Hp.Prorrh.1.143.II bring down,τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου D.H.1.8
;τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα Luc.Rh.Pr.20
.IV Astron., ὁ -βιβάζων (sc. σύνδεσμος ) the descending node, Vett.Val.30.6, Procl.Hyp.5.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβιβάζω
-
46 κώμη
κώμη, ἡ,A unwalled village, opp. fortified city (said to be [dialect] Dor. = [dialect] Att. δῆμος, Arist.Po. 1448a36, cf. κωμῳδία), Hes.Sc.18, Hdt.5.98; opp. πόλις, Pl.Lg. 626c;κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt.1.96
; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th.1.5; πόλεως.. κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib.10, cf. 3.94;διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X.HG5.2.5
;κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist.Pol. 1261a28
.II quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴνμὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46
, cf. Pl.Lg. 746d. -
47 πέρυσι
-
48 σπουδάζω
A- άσομαι Pl. Euthphr.3e
, D.21.213, later- άσω Plb.3.5.8
, D.S.1.58, etc.: [tense] aor. , Pl.Phd. 114e: [tense] pf. , Pl.Phdr. 236b, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. v. supr.:—[voice] Pass., [tense] fut.σπουδασθήσομαι Ael. NA4.13
: [tense] aor.ἐσπουδάσθην Str.17.3.15
, Plu.Per.24: [tense] pf.ἐσπούδασμαι Pl.Ly. 219e
(v. infr.):I intr.,I to be busy, eager to do a thing, c. inf., S.OC 1143, E.Hec. 817, Pl.Euthd. 293a, etc.; σπούδασον ἐλθεῖν.. ταχέως make haste.., 2 Ep.Ti.4.9; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν wast eager to rule, E.IA 337 (troch.): c. part.,ἐσπ. διδάσκων X.Oec.9.1
: freq. σ. περί τινος or τι, Id.Mem.1.3.8, Pl.R. 330c, etc.;ὑπέρ τινος D.59.77
;εἰς τὰ σά Id.21.195
;πρός τι Id.22.76
;ἐπί τισι X.Mem.1.3.11
, cf. D.21.2: c. dat.,σ. γάμῳ Aristaenet.2.3
; σ. ὅπως.. endeavour that.., D.43.12, SIG312.10 (Samos, iv B.C.): abs., ἐσπουδακυῖα in haste, hurriedly, Ar.Th. 572; ἐσπουδακώς eagerly, Men.562.b c. acc. et inf.,σπουδάσαντες τοῦτ' αὐτοῖς παραγενέσθαι Pl.Alc.2.141d
, cf. 2 Ep.Pet.1.15, BGU1080.14 (iii A.D.), etc.2 of persons, σ. πρός τινα pay him serious attention, Pl.Grg. 510c, etc.;εἴς τινα AP9.422
(Apollonid.); σ. περί τινα to be anxious for his success, Isoc.1.10, X.Cyr.5.4.13, etc. (distd. fr. πρός τινα by Luc.Sol.10);περί τινος X.Lac.4.1
;ὑπὲρ τῶν οἰκετῶν Aeschin.1.17
;ὑπέρ τινος D.21.213
, etc.; σ. τινί be a partisan or backer of, Plu.Art.21, Arr.Epict.1.11.27, PGiss.71.6 (ii A.D.);ἀπό τινος Philostr.VS2.27.6
.3 to be serious or earnest, Ar.Ra. 813; opp. σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Id.Pl. 557; freq. in Pl., σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Grg. 481b, etc.; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε; did you take it seriously, that I..? Phdr. 236b; ; ἐσπουδάκατον they have worked hard, Ar.V. 694; μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ with a very grave face, X.Smp.2.17.II trans.,1 c. acc. rei, do anything hastily or earnestly, be earnest about, ;τὰς περὶ τὸ μανθάνειν ἡδονάς Pl.Phd. 114e
, etc.; opp. παρέργοις χρῆσθαι, Id.Euthd. 273d, cf. Ti. 21c;τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα X.Smp.8.17
;σ. τοῦτο, ὅπως.. Id.Eq.11.10
:—[voice] Pass., σπουδάζεταί τι is zealously pursued, πᾶν ὅ τι ς. E.Supp. 761;σ. ἀγών X.Lac.10.3
; χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης ς. Pl.R. 485e; ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι.. ἔλαθεν because it was not taken up seriously, Arist.Po. 1449b1; οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ' αὐτῶν is not much valued, Luc.Cont.11: esp. freq. in [tense] pf. part.,πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη Pl.Ly. 219e
; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα elaborately worked up, Id.Lg. 722e, cf. 659e; so τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά the choicest, X.Cyr.4.2.38; τὰ ἐσπ., of writing tablets, the best quality, Thphr.HP 3.9.7 (also κλίνας καὶ δίφρους καὶ τὰ ἄλλα τὰ σπουδαζόμενα ib.5.3.2); εἰ ταῦτ' ἐσπουδασμένα ἐν γράμμασιν ἐτέθη if those pains were seriously bestowed on letters, Pl.Ep. 344c;αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαί Arist.Rh. 1371a3
, cf. Pol. 1336a34.2 [voice] Pass., of persons, to be treated with respect, opp. καταφρονεῖσθαι, Id.Rh. 1380a26; to be courted, Str.17.3.15, Plu.Them.5, D.L.5.75; of women, Plu.Cim.4, Art.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδάζω
-
49 τρυγῳδία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγῳδία
-
50 φορτικός
II of the nature of a burden: metaph. (cf.φόρτος 11
), tiresome, wearisome,τό λέγειν.. φ. καὶ ἐπαχθές D.5.4
;τοῖς συνοῦσι φ. Plu.2.456e
, cf. 44a, etc.; φ. ἀκολούθων ὄχλῳ because of the crowd.., Luc.Nigr.13; most onerous,POxy.
904.9 (v A. D.).2 coarse, vulgar, common, ; opp. πεπαιδευμένος, Arist.Pol. 1342a20; οἱ πολλοὶ καὶ -ώτατοι, opp. οἱ χαρίεντες, Id.EN 1095b16; βωμολόχοι καὶ φ. ib. 1128a5;φ. καὶ νεόπλουτος Plu.2.708c
.b of things, φ. κωμῳδία a vulgar, low comedy, Ar.V.66, cf. Pl.Phdr. 236c;φ. τὸ χωρίον Ar.Lys. 1218
;φ. γέλως Com.Adesp.644
;δίαιτα -ωτέρα καὶ ἀφιλόσοφος Pl.Phdr. 256b
;ἡδονὴ φ. Id.R. 581d
; φ. καὶ δημηγορικά base, low arguments, ad captandum vulgus, Id.Grg. 482e;φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δέ Id.Ap. 32a
;τῷ φ. προσχρῆσθαι Id.Cra. 435c
;- ώτερόν τι ἐρήσομαι Id.Euthd. 286e
;φ. ἔπαινος Arist.EN 1178b16
; ἡ < πρὸς> ἅπαντα μιμουμένη [τέχνη] φορτική art that imitates with a view to any and every man is vulgar, Id.Po. 1462a4; λέγω οὐ τοῦ φ. ἕνεκα I do not say it out of vulgar arrogance, Aeschin.1.41; of an inflated rhetorical style,φ. κατασκευή D.H.Lys.3
; τὸ φ. τῆς λέξεως vulgarity of style, Id.Th.27; τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, of the speeches of Iphicrates, Id.Lys.12;τὸ φ. τῶν μέτρων Luc.JTr. 14
.3 Adv. - ικῶς coarsely, vulgarly, , cf. R. 367a; φ. ἐπαινεῖν ib. 528e;φ. καὶ χύδην λέγειν Isoc.12.24
;φ. πολιτεύεσθαι Id.7.53
;φ. καὶ σοβαρῶς Plu.2.634c
; - ώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι to discourse more like a clown than one of liberal education, Id.Sol.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορτικός
-
51 ἐκχοιριλόω
ἐκχοιρῐλόω, only [tense] pf. part. [voice] Pass. ἐκκεχοιριλωμένη (sc. κωμῳδία) expld. by οὐ Χοιρίλου οὖσα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκχοιριλόω
-
52 ἐντάσσω
A insert or register in,ἐν τοῖς δημοσίοις γράμμασι CIG2737a50
(Aphrodisias, M. Antonius), cf. PFay.91.46 (i A. D., [voice] Pass.), etc.;ἐ. τινὰ τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ Ath.1.5b
:—[voice] Pass., τῷ σφενδονᾶν ἐντεταγμένῳ who takes post to use the sling, X.An.3.3.18 (as v.l.): in lit. sense, insert,πυρὴν -έσθω μήλης Paul.Aeg.6.66
.2 arrange light-armed troops and hoplites alternately, Ael.Tact.31.3, Arr.Tact. 26.6: generally, insert men alternately, ib.25.4 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντάσσω
-
53 ἐποχέομαι
A be carried upon, ride upon, οὐ μὰν ὑμῖν γε (the horses of Achilles)καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν Ἕκτωρ..ἐποχήσεται Il.17.449
, cf. Arr. Tact.17.1 ;ἐφ' ἵππῳ Paus.6.20.16
: abs., κάμηλον ὥστε ἐποχεῖσθαι a camel to ride on, X.Cyr.7.1.49 ; of a fractured bone, rest or ride on the adjoining one, Hp.Art.15 ; com., ἐμβάταις ὑψηλοῖς ἐ. to be mounted on high shoes, Luc.Salt.27 ;ἡ κωμῳδία ἀναπαίστοις ἐ. Id.Prom.Es6
.2 float upon,[ἡ γῆ] ἐ. τῷ ἀέρι Placit.3.15.8
; float on the surface, Gal.7.604, Aët.5.137.3 metaph., of a higher power, transcend the lower,[θεὸν] -ούμενον τῇ νοητῇ φύσει Plot.1.1.8
;θεοὶ τοῖς δαίμοσιν ἄνωθεν -ούμενοι Procl.in Alc.p.69C.
;θεία ἀρετὴ ἐπὶ ἀνθρωπίνην ἐ. Hierocl. in CA 20p.463M.
c hover over, brood over, play about, Plot.2.2.3, 2.5.5,4.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποχέομαι
-
54 ἠθολογέω
A express characteristically,γονέων πάθη LXX 4 Ma.15.4
:— [voice] Pass., κωμῳδία -ουμένη comedy of manners, Longin.9.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠθολογέω
-
55 ὑπερσπουδάζω
A take exceedingly great pains,περί τι Luc.Anach. 9
, Philostr.VA5.26;ὑπερεσπουδᾰκὼς τὰ τοῦ γάμου πράττειν Men. Sam.4
, cf. J.AJ15.3.6:—[voice] Pass.,τῇ κωμωδίᾳ τὸ τοιοῦτον ὑπερεσπούδασται Eust.1277.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερσπουδάζω
-
56 ἐντάσσω
ἐν-τάσσω, hinein, darunter ordnen, stellen, bes. in Reihe u. Glied einordnen; τῷ σφενδονᾶν ἐντεταγμένῳ ἐϑέλοντι, der eingereiht unter die Schleuderer schleudern will; τινὰ τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ, unter die Dichter der alten Komödie rechnen; entgegenstellen; übh. anordnen -
57 ἐποχέω
ἐπ-οχέω, worauf tragen; worauf getragen werden, bes. auf Lasttieren reiten, auf Wagen fahren; τὴν γῆν διὰ τὸ πλάτος ἐποχεῖσϑαι τῷ ἀέρι, die Erde schwimme auf der Luft; komisch ἄνϑρωπος ἐμβάταις ὑψηλοῖς ἐποχούμενος, auf hohen Schuhen einherschreitend; ἡ κωμῳδία ἀναπαίστοις μέτροις ἐποχουμένη, die gleichsam in Anapästen einhertritt
См. также в других словарях:
κωμῳδία — κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc/acc dual κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
κωμῳδίᾳ — κωμῳδίαι , κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδία — η 1. θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο. 2. γεγονότα ή πράξεις που προκαλούν γέλιο. 3. η φράση «παίζω κωμωδία» σημαίνει ότι υποκρίνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κωμωδία, Γαλλική — (Comédie Française). Γαλλικός θεατρικός οργανισμός που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1680. Βλ. λ. Γαλλία (Θέατρο)· κωμωδία … Dictionary of Greek
Κωμωδία, Ιταλική — (Comédie Italienne). Γαλλική ονομασία ιταλικών θιάσων της Κομέντια ντελ’ άρτε, οι οποίοι έδιναν παραστάσεις στη Γαλλία από τον 16o έως τον 17o αι., σε αντιδιαστολή προς το γαλλικό θέατρο Κομεντί Φρανσέζ. Βλ. λ. Κομέντια ντελ’ Άρτε· κωμωδία·… … Dictionary of Greek
κωμῳδίας — κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem acc pl κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδίαι — κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… … Dictionary of Greek
Βάτραχοι — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Ευριπίδη και ανέβηκε έναν χρόνο αργότερα (405 π.Χ.), χαρίζοντας στον μεγάλο κωμικό τα πρωτεία στον δραματικό αγώνα των Ληναίων. Στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή,… … Dictionary of Greek
Χάσης — Κωμωδία (1790) του Ζακύνθιου ποιητή Δημήτρη Γουζέλη (1774 – 1843) και ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο δημιουργός της θέλει τον ήρωα να είναι πάντοτε αυτός που βασανίζεται και υποφέρει, ένα είδος ντόπιου Δον Κιχώτη, που τρέφεται με αυταπάτες… … Dictionary of Greek