Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπουδάζω

См. также в других словарях:

  • σπουδάζω — σπουδάζω, σπούδασα, σπουδασμένος και σπουδαγμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπουδάζω : η μτχ. σπουδασμένος (ή σπουδαγμένος) χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μορφωμένος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπουδάζω — to be busy pres subj act 1st sg σπουδάζω to be busy pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • σπουδάζω — σπούδασα, σπουδαγμένος και σπουδασμένος 1. ασχολούμαι συστηματικά με την εκμάθηση κάποιας τέχνης ή επιστήμης: Ο μεγάλος γιος του σπουδάζει γιατρός. 2. παρέχω τα μέσα σε κάποιον να σπουδάσει: Φιλοδοξία του είναι να σπουδάσει όλα του τα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδάζετον — σπουδάζω to be busy pres imperat act 2nd dual σπουδάζω to be busy pres ind act 3rd dual σπουδάζω to be busy pres ind act 2nd dual σπουδάζω to be busy imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζετε — σπουδάζω to be busy pres imperat act 2nd pl σπουδάζω to be busy pres ind act 2nd pl σπουδάζω to be busy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζῃ — σπουδάζω to be busy pres subj mp 2nd sg σπουδάζω to be busy pres ind mp 2nd sg σπουδάζω to be busy pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσει — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd sg (epic) σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσουσι — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd pl (epic) σπουδάζω to be busy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσουσιν — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd pl (epic) σπουδάζω to be busy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσω — σπουδάζω to be busy aor subj act 1st sg σπουδάζω to be busy fut ind act 1st sg σπουδάζω to be busy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»