Перевод: с греческого на французский

с французского на греческий

κωμῳδία)

См. также в других словарях:

  • κωμῳδία — κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc/acc dual κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδίᾳ — κωμῳδίαι , κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδία — η 1. θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο. 2. γεγονότα ή πράξεις που προκαλούν γέλιο. 3. η φράση «παίζω κωμωδία» σημαίνει ότι υποκρίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κωμωδία, Γαλλική — (Comédie Française). Γαλλικός θεατρικός οργανισμός που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1680. Βλ. λ. Γαλλία (Θέατρο)· κωμωδία …   Dictionary of Greek

  • Κωμωδία, Ιταλική — (Comédie Italienne). Γαλλική ονομασία ιταλικών θιάσων της Κομέντια ντελ’ άρτε, οι οποίοι έδιναν παραστάσεις στη Γαλλία από τον 16o έως τον 17o αι., σε αντιδιαστολή προς το γαλλικό θέατρο Κομεντί Φρανσέζ. Βλ. λ. Κομέντια ντελ’ Άρτε· κωμωδία·… …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδίας — κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem acc pl κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδίαι — κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βάτραχοι — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Ευριπίδη και ανέβηκε έναν χρόνο αργότερα (405 π.Χ.), χαρίζοντας στον μεγάλο κωμικό τα πρωτεία στον δραματικό αγώνα των Ληναίων. Στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή,… …   Dictionary of Greek

  • Χάσης — Κωμωδία (1790) του Ζακύνθιου ποιητή Δημήτρη Γουζέλη (1774 – 1843) και ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο δημιουργός της θέλει τον ήρωα να είναι πάντοτε αυτός που βασανίζεται και υποφέρει, ένα είδος ντόπιου Δον Κιχώτη, που τρέφεται με αυταπάτες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»