Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ικῶς

См. также в других словарях:

  • ТИМЕЙ —     «ТИМЕЙ» (Τίμαιος ἤ ттер! φύσ€ως, подзаголовок: «О природе»), диалог Платона, посвященный происхождению и устройству Вселенной космогонии и космологии. Написан, вероятно, в 360 е 350 е годы; относится к числу поздних произведений Платона;… …   Античная философия

  • μονιταρικώς — μονιταρικῶς (Μ) επίρρ. εντελώς, ολότελα, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μονιτάρου + κατάλ. ικῶς] …   Dictionary of Greek

  • συνεκδρομικώς — Α επίρρ. 1. κατ αναλογία 2. κατά προσέγγιση 3. συνεκδοχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *συνεκδρομικός] …   Dictionary of Greek

  • συντεχνικώς — Μ επίρρ. με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τέχνη + επιρρμ. κατάλ. ικῶς, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *συντεχνικός] …   Dictionary of Greek

  • ψυχανδρικώς — Μ επίρρ. με την ψυχή ενός άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἀνήρ, ἀνδρός + κατάλ. ικῶς (μέσω αμάρτυρου *ψυχανδρικός)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαικῶς — ἀρχᾱϊκῶς , ἀρχαικός old fashioned adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»