-
1 δημιο υργικός
δημιο υργικός, ή, όν, 1) zum Handwerker gehörig; βίος Plat. Phaedr. 248 o; τέχνη, ἀρετή, Prot. 322 bd; ἔϑνος Gorg. 455 b; πλῆϑος δ. καὶ βάναυσον Pol. 10, 8. – 2) die Staarsgeschäfte betreffend, Arist. Pol. 4, 4; οἱ δ., der Staatsgeschäfte treibende Theil des Volks, 4, 3, 14. – Adv., -ικῶς; φράζε, wie ein Kunstverständiger, Ar. Pax 421.
-
2 ἀ-πορηματικός
ἀ-πορηματικός, zweifelhaft, streitig. – Adv. - ικῶς, Gramm.
-
3 ἀργυρ-αμοιβικός
ἀργυρ-αμοιβικός, zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13. 34. – Adv. - ικῶς, Id. Hist. scrib. 10.
-
4 ἀστρο-νομικός
ἀστρο-νομικός, ὁ, Sternkundiger, Plat. Theaet. 145 a; im superlat. Tim. 27 a; τά, was sich auf die Sternkunde bezieht, Prot. 315 c. – Adv. - ικῶς, Poll. 4, 155.
-
5 ἀντι-πτωτικός
ἀντι-πτωτικός, zur ἀντίπτωσις gehörig; adv. - ικῶς, mit Wechselgebrauch des Casus, Gramm.
-
6 ἀν-αιρετικός
ἀν-αιρετικός, ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. - ικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.
-
7 ἀθλητικός
-
8 ἁρπακτικός
ἁρπακτικός, räuberisch; auch adv. - ικῶς, Luc. pisc. 34.
-
9 αρχαικώς
-
10 ἀρχαικῶς
-
11 Βοιωτός
Βοιωτός, ὁ,A a Boeotian, Il.2.494, etc.:—[full] Βοιωτία, ἡ, Boeotia, so called from its cattle-pastures:—Adj. [full] Βοιώτ-ιος, α, ον, Boeotian, Hes. Fr. 132, etc.; with a notion of gluttonous,οὕτω σφόδρ' ἐστὶ τοὺς τρόπους Β. Eub.39
, cf. 34; εἰμὶ γὰρ *b.πολλὰ.. ἐσθίων Mnesim.2
;ὀξύπεινον ἄνδρα καὶ Β. Demonic.1
; and of dull, stupid, Plu.2.995e: prov.,ὗς Βοιωτία Pi.O.6.90
, cf. Fr.83; also Β. νόμος, melody used in κιθαρῳδία, S.Fr. 966, Plu.2.1132d; Βοιώτιον μέλος Sch.Ar.Ach.13:— also [suff] βοιωτ-ικός, ή, όν, πόλεμος D.S.14.81
, Plu.Lys.27, and [suff] βοιωτ-ιακός, ή, όν, IG11.161B122 (Delos, iii B. C.), Str.9.2.11. Adv. - ιακῶς (v.l. -ικῶς) ibid.; Βοιωτιακά, τά, title of work by Hellanicus, Sch.Il.2.494:—fem. [full] Βοιωτίς, ίδος, X.HG5.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βοιωτός
-
12 διανυστικῶς
διᾰνυστ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανυστικῶς
-
13 Εὐριπιδικῶς
εὐρῑπῐδ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Εὐριπιδικῶς
-
14 καθυστερικῶς
καθυστερ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυστερικῶς
-
15 καταστροφικῶς
καταστροφ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστροφικῶς
-
16 κορεστικῶς
κορεστ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορεστικῶς
-
17 Κυκλωπικῶς
Κυκλωπ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυκλωπικῶς
-
18 κυριωνυμικῶς
κῡριωνῠμ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριωνυμικῶς
-
19 παρεδρικῶς
παρεδρ-ικῶς, Adv.A after the manner of a familiar spirit, PMag.Berol.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεδρικῶς
-
20 προμηθικῶς
προμηθ-ικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμηθικῶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ТИМЕЙ — «ТИМЕЙ» (Τίμαιος ἤ ттер! φύσ€ως, подзаголовок: «О природе»), диалог Платона, посвященный происхождению и устройству Вселенной космогонии и космологии. Написан, вероятно, в 360 е 350 е годы; относится к числу поздних произведений Платона;… … Античная философия
μονιταρικώς — μονιταρικῶς (Μ) επίρρ. εντελώς, ολότελα, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μονιτάρου + κατάλ. ικῶς] … Dictionary of Greek
συνεκδρομικώς — Α επίρρ. 1. κατ αναλογία 2. κατά προσέγγιση 3. συνεκδοχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *συνεκδρομικός] … Dictionary of Greek
συντεχνικώς — Μ επίρρ. με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τέχνη + επιρρμ. κατάλ. ικῶς, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *συντεχνικός] … Dictionary of Greek
ψυχανδρικώς — Μ επίρρ. με την ψυχή ενός άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἀνήρ, ἀνδρός + κατάλ. ικῶς (μέσω αμάρτυρου *ψυχανδρικός)] … Dictionary of Greek
ἀρχαικῶς — ἀρχᾱϊκῶς , ἀρχαικός old fashioned adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)