Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κοῦφα

См. также в других словарях:

  • Κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. — κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. См. Дай Бог, чтобы земля на нем легким пухом лежала …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοῦφα — κοῦφος light neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφα — κού̱φᾱ , κοῦφος light fem nom/voc/acc dual κού̱φᾱ , κοῦφος light fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφᾳ — κού̱φᾱͅ , κοῦφος light fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμπούλ Αταχίγια — (Κούφα, Μικρά Ασία 748 – Βαγδάτη 828). Άραβας ποιητής. Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια. Έζησε στην Κούφα και αργότερα στη Βαγδάτη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως αγγειοπλάστης. Στα πρώτα ποιήματά του, που διακρίνονται για το απλό και απέριττο ύφος …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… …   Dictionary of Greek

  • Κίντι, Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ αλ- — (Κούφα, Ιράκ 801; – 873;). Μουσουλμάνος φιλόσοφος και επιστήμονας. Ο Κ., τον οποίο οι ομόθρησκοί του αποκαλούν φιλόσοφο των Αράβων, θεωρείτο ένας από τους εννέα κριτές της αστρολογίας κατά τον Μεσαίωνα. Σπούδασε στη Βασόρα και στη Βαγδάτη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • κοῦφ' — κοῦφα , κοῦφος light neut nom/voc/acc pl κοῦφε , κοῦφος light masc voc sg κοῦφαι , κοῦφος light fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»