-
1 κουφα
(κ. ποσὴ προβιβάς Hom.)
χωρεῖν κ. ποσίν Arph. — идти легкой поступью -
2 κούφα
-
3 κοῦφα
-
4 κούφα
κού̱φᾱ, κοῦφοςlight: fem nom /voc /acc dualκού̱φᾱ, κοῦφοςlight: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————κού̱φᾱͅ, κοῦφοςlight: fem dat sg (doric aeolic) -
5 κούφᾳ
Βλ. λ. κούφα -
6 κοῦφος
κοῦφος, leicht; κοῦφα ποσὶ προβιβάς, leicht, behend einherschreitend, Il. 13, 158; vgl. Hes. Sc. 323, wie χώρει κοῠφα ποσίν Ar. Th. 953; κοῠφον ἐξάρας πόδα Soph. Ant. 224; κοῦφα βιβῶν Pind. Gl. 14, 17; κούφοις ποσί, mit leichten, schnellen Füßen, 13, 109; χείρ P. 9, 11; πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο Aesch. Pers. 297; ἀνέπτατ' ἐς αἰϑέρα κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar. Ran. 1356; – κούφα σοι χϑὼν ἐπάνωϑε πέσοι, sit tibi terra levis, Eur. Alc. 464; κούφοις πνεύμασιν βόσκου, leicht, sanft, Soph. Ai. 555; dah. = ni chtig, gering, ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ὄντας ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν 126; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος Aesch. Spt. 242; in Prosa, Ggstz βαρύς, Plat. Phil. 14 d Rep. IV, 438 c; κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Legg. IV, 717 c; auch Sp. – Κούφη στρατιά, die Leichtbewaffneten, Plut. Fab. 11; τὰ κοῦφα καὶ τὰ πρακτικώτατα τῆς δυνάμεως Pol. 10, 23, 1; vgl. ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὃπλοις Xen. Mem. 3, 5, 27. – Κουφότερον μετεφώνεε, er redete leichter, leichteres Herzens, Od. δ, 201; sonst auf den Geist übtr. = leichtsinnig, τὸ νέον κούφας ἀφροσύνας φέρον Soph. O. C. 1232, wie φρένες κουφότεραι Pind. Ol. 8, 61; in späterer Prosa, κοῦφος καὶ ἄφρων νεανίας Hdn. 5, 7, 1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ, der Leichtsinn, Paus. 5, 21, 14; – ἐλπίς, nichtig, Thuc. 2, 51 u. Sp. – Adv. κούφως; ὤρουσεν Aesch. Eum. 112; ἥλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως Xen. An. 6, 1, 3; φέρειν, leicht ertragen, συμφοράς Eur. Med. 1014; συμφορὴν κουφότατα φέρων Her. 1, 35; κούφως καὶ μετρίως φέρειν τὰς συμφοράς Plat. Menex. 248 c; – ἄνϑρωποι κούφως ἐσκευασμένοι, Leichtbewaffnete, Thuc. 4, 33; vgl. Xen. Cyr. 5, 3, 35; – κουφοτέρως, Call. bei Stob. fl. 113, 6.
-
7 κοῦφος
A light, nimble, Hom. only in neut. pl. as Adv., κοῦφα ποσὶ προβιβάς stepping lightly on, Il.13.158, cf. Hes.Sc. 323;κοῦφα βιβῶν Pi.O.14.16
;κ. ποσὶν ἄγ' ἐς κύκλον Ar.Th. 954
(lyr.); alsoκούφοις ποσί Pi.O.13.114
;κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar.Ra. 1353
;πήδημα κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers. 305
;κ. ἐξᾶραι πόδα S.Ant. 224
;κ. ἅλμα E.El. 439
(lyr.);κ. αἴρειν βῆμα Id.Tr. 343
;οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόμος LXX Ec.9.11
: metaph., κουφότεραι.. ἀπειράτων φρένες too buoyant, Pi.O. 8.61.2 metaph., easy, light, τελεῖν.. κούφαν κτίσιν to make achievement easy, ib.13.83;κ. εἰ δοίης τέλος A.Th. 260
; κ. νύξ an easier night, of a sick person, Jul.Mis. 342a ([comp] Comp.);περίπατος Sor.1.46
;τὸ ὅσιον ἅπαν κ. ἔργον OGI383.120
(Nemrud Dagh, i B. C.); of government, light, κουφοτέραν βασιλείαν less oppressive, Isoc.9.51;ἡ εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν X.Cyr.8.2.22
; of an antagonist, easy-going,κουφότατος ἦν κρατήσας Id.Ages.11.12
;δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ θεράπων Men.Per.Fr.1
.3 unsubstantial, airy, vain,τὸ νέον.. κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC 1230
(lyr.);οὐδὲν ἄλλο πλὴν.. κούφην σκιάν Id.Aj. 126
;ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Th.2.51
;κ. καὶ πτηνοὶ λόγοι Pl.Lg. 717c
; κ. πρᾶγμα a trifle, ib. 935a; κ. γράμματα a small letter, E.IT 594; of persons, = κουφόνους, Hdn.5.7.1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ levity, Paus.5.21.14, cf. Hdn.7.8.6.4 light in point of weight, opp. βαρύς, Pl. Phlb. 14d, R. 438c ([comp] Comp.), etc.; κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι may earth lie lightly on thee, E.Alc. 462 (lyr.), cf. Hel. 853;κούφη σοι κόνις ἥδε πέλοι IG14.1942.4
; κούφη σεῖο γαῖ' ὀστέα κεύθοι ib.329 ([place name] Himera); κ. πνεύματα light airs, S.Aj. 558;ὀστᾶ τε καὶ κ. κόνις Men.538.3
;τὸ κουφότατον.. τῶν κακῶν.. πενία Id.Kith.Fr.2
.b Medic. in various uses, σικύαι κοῦφαι dry cuppings, Philum. ap. Orib.45.29.17, cf. Sor.2.11, etc.; also κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ on the surface, Philum.Ven.7.3; μὴν κ. the eighth month of pregnancy, Sor.1.56; of food, easy to digest, light, Arist.EN 1141b18, etc.c of troops, light-armed,οἱ κ. τῶν στρατιωτῶν Hell.Oxy.6.4
;ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις X. Mem.3.5.27
;κούφη στρατιά Plu.Fab.11
;τὰ κ. τῆς δυνάμεως Plb.10.25.2
.d of ships, lightly-laden, Th.6.37, 8.27.5 light, slight,ἁμαρτήματα Pl.Lg. 863c
; κουφότερα γυμνάσια, opp. ἀναγκαῖα, Arist. Pol. 1338b40; κ. ἐργασίαι ib. 1321a25.6 empty,κεράμια Gp.7.24.2
, cf. PLond.5.1656.6 (iv A. D.), PFlor.314.8(v. A. D.): hence as Subst., κοῦφον (sc. κεράμιον), τό, jar, in pl., POxy.1631.16 (iii A. D.), PFay. 133.6 (iv A. D.), PStrassb.1.10 (vi A. D.).7 [voice] Act., relieving, assisting,χερὶ κούφᾳ Pi.P.9.11
: prob. to be taken in this sense in Theoc. 11.3.II Adv. - φως lightly, nimbly,κ. ὀροῦσαι A.Eu. 112
; κ. ἐσκευασμένοι, of soldiers, Th.4.33;ὡπλισμένοι X.Mem.3.5.26
, etc.; κ. ἔχειν to be relieved, Arist.Pr. 873a16.2 metaph., lightly, with light heart,κουφότερον μετεφώνεε Od.8.201
;κ. νοῆσαι Sapph.Supp. 5.14
; κ. φέρειν, opp. δεινῶς φ., E.Med. 449, 1018;ὡς κουφότατα φέρειν Hdt.1.35
; διάγουσα κούφως doing well, of a patient, Hp.Epid.1.26.δ. -
8 κοῦφος
a light, nimbleκούφοισιν ποσίν O. 13.114
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
n. pl. pro adv.,τόνδε κῶμον κοῦφα βιβῶντα O. 14.17
b light, easy τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (= ὡς κουφόν τι, Gildersleeve) O. 13.83ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
c light, fickleκουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
-
9 κουφος
31) легкий, легковесныйβαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. — более тяжелое по сравнению с более легким;
κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. — да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда;ср. лат. sit tibi terra levis!);κουφότερα ὅπλα Xen. — легкое вооружение2) легковооруженный(στρατιά Plut.)
3) легко переваривающийся, удобоваримый(κρέας Arst.)
4) легко переносимый, необременительный(δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.)
ἥ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὴ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. — чем больше слава, тем легче становится (ее) нести5) легкий, нетрудный(ὁδός Plut.)
6) легкий, подвижный(πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.)
7) легкий, нежный(πνεύματα Soph.)
8) легкомысленный, безрассудный, пустой(φρένες Pind.; λόγοι Plat.)
9) пустой, призрачный(σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.)
10) незначительный, ничтожный(πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.)
11) небольшой, короткий(γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον
-
10 κοῦφος
κοῦφος, leicht; κοῦφα ποσὶ προβιβάς, leicht, behend einherschreitend; κούφοις ποσί, mit leichten, schnellen Füßen; κούφα σοι χϑὼν ἐπάνωϑε πέσοι, sit tibi terra levis; κούφοις πνεύμασιν βόσκου, leicht, sanft; dah. = nichtig, gering. Κούφη στρατιά, die Leichtbewaffneten. Κουφότερον μετεφώνεε, er redete leichter, leichteres Herzens; sonst auf den Geist übtr. = leichtsinnig; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ, der Leichtsinn; ἐλπίς, nichtig; φέρειν, leicht ertragen; ἄνϑρωποι κούφως ἐσκευασμένοι, Leichtbewaffnete -
11 προ-βαίνω
προ-βαίνω (s. βαίνω), wovon Hom. außer dem perf. noch das partic. praes. προβιβάς und προβιβῶν hat, – 1) vorschreiten, vorwärtsgehen, ἄστρα προβέβηκε, Il. 10, 252, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, 18. 18, wie κοῠφα ποσὶ προβιβάς 158. u. öfter; ὑπασπίδια προβιβῶντος, 16, 609, wie 13, 807; τὸν δ' ὦκα προβιβῶντα πόδες φέρον, Od. 15, 555; οἵαν ὁδὸν προβαίνω, Eur. Alc. 264, u. oft allein; übertr. προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῠ λόγου, ich werde in der Erzählung weiter gehen, Her. 2, 5, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω, Aesch. Prom. 247, προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον ϑράσους, Soph. Ant. 846; auch von der Zeit. ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, Phil. 265; σκῆψιν ἔς τινα, Eur. Or. 747; μὴ πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 504. ποῖ προβήσεται λόγος, 342; οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; εἰς τὸ πρόσϑεν, Rep. VIII, 604 b; ἡ νὺξ προβαίνει, Xen. An. 3, 1, 13; προβαίνοντος τοῠ πολέμου, Pol. 2, 47, 3, u. öfter. – Dah. 2) vorangehen, übertreffen, überlegen sein, mit dem gen. der Person, die man übertrifft, u. dem dat. der Sache, in der man übertrifft, νῠν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ ϑάρσει, Il. 6. 125, wie 23. 890; ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ, 16, 54; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, durch Macht und Ehrfurcht, die er einflößt, ist er Trechis überlegen, d. i. herrscht er über Trechis, Hes. Sc. 355. Auch = überschreiten, τέρμα προβάς Pind. N. 7, 71. – 3) Fortgang haben, von Statten gehen, gelingen, μὴ προβαίη μεῖζον κακόν, Eur. Med. 907. τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, Alc. 788; προέβαινε τὸ ἔϑνος ἄρχον, das Volk machte Fortschritte in Befehlen, dehnte seine Macht aus, Her. 2, 5, τοσοῠτόν γε προβεβήκαμεν ὥςτε, Plat. Theaet. 187 a; ἐπεὶ ὁ λόγος παγκάλως προβέβηκε, Hipp. mai. 296 b; Xen., Oratt. u. Folgde; τὰ ἀσεβήματα μέχρι τίνος προὔβη, Pol. 2, 1, 3; ἐπὶ τὸ χεῖρον προὔβαινε τὰ πράγματα, 5, 30, 6. – Trans. τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει, vorwärts bewegen, bringen, Pind. Ol. 8, 63. – Anders πόδα τόνδε πρόβαινε, Theogn. 283; Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς, Eur. Or. 1470; προβὰς κῶλον δεξιόν, Phoen. 1421, eigtl. mit dem rechten Fuße vorgehen, den rechten Fuß vorsetzen; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα, Ar. Eccl. 161.
-
12 σάμβαλον
σάμβαλον, τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῠφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.
-
13 μετ-έωρος
μετ-έωρος, in die Höhe gehoben, in der Luft schwebend, hoch über der Erde; im Ggstz von ὑπόγαια, οἰκήματα, Her. 2, 148; ναῦς μετεώρους, Schiffe auf der hohen See, Thuc. 1, 48. 5, 26 u. öfter, wie Folgende; auch von Menschen, die sich auf dem Meere befinden, 7, 71; übh. hochgelegen, τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα, Thuc. 4, 32. 128, wie τὰ μετέωρα Pol. 5, 13, 3; εἰςπηδήσαντες εἰς τὸν πηλὸν μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας, Xen. An. 1, 5, 8, sie hoben die Wagen in die Höhe u. schafften sie heraus; vgl. Plat. ὅσα ἀφεϑέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, Tim. 80 a; τὰ μετέωρα καὶ τὰ ὑπὸ γῆς, Apol. 23 d; u. so bes. von Himmelserscheinungen u. Himmelskörpern, Lufterscheinungen und Witterungswechsel u. vgl., ἐφαίνοντο περὶ φύσεως τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν, Prot. 315 c, μετεώρων φροντιστής, Xen. Conv. 6, 6; vgl. Plat. Apol. 18 b; was leicht in dem Sinne der großen Menge ein Vorwurf wird, der sich mit seinen Gedanken hoch versteigt, sich mit nichtigen Dingen abgiebt. – Was oben in der Luft schwebt, ist leicht, κοῦφα τε καὶ μετέωρα, Tim. Locr. 104 e. Dah. übtr., leichtsinnig, unbeständig, Sp.; auch unstät, schwankend, nicht fest, wie Thuc. καὶ μὴ μετεώρῳ τε πόλει κινδυνεύειν καὶ ἀρχῆς ἄλλης ὀρέγεσϑαι πρὶν ἣν ἔχομεν βεβαιωσώμεϑα, 6, 10; τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα neben ἐπίδικα, S. Emp. adv. math. 28; dah. μετέωρος ταῖς διανοίαις, von unzuverlässiger Gesinnung, Pol. 3, 107, 6 u. öfter, ängstlich schwankend. – Häufig von der Seele, durch Hoffnung od. Furcht, Freude, Stolz u. vgl. gehoben, gespannt, ἡ ἄλλη Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν, Thuc. 2, 8; häufig bei Pol., μετέωρος ἐγενήϑη ταῖς ἐλπίσι, 30, 1, 4, μετ. καὶ ϑυμοῦ πλήρης, 3, 82, 2. – Pol. vrbdt auch μετ. πρός τι, ἐπί τι, leicht zu Etwas geneigt, εἰς τὴν ϑέαν, begierig zu sehen, 30, 15, 27. 13, 2, 1. 3, 78, 5; auch c. inf., 5, 42, 9; stolz, Rufin. 32. 38 (V, 21. 28). Dem σεμνὴ entsprechend, Luc. Nigr. 1, 18 u. öfter. – Μετεώρως ἔχειν, schwankend sein, Plut. Cim. 13.
-
14 βιβάω
βιβάω, poet. Nebenform von βαίνω (βάω), πέλωρα βιβᾷ, er macht ungeheure Schritte, H. h. Merc. 225; öfters partic.; Hom. Iliad. 3, 22 μακρὰ βιβῶντα, Bekker βιβάντα, mit großen Schritten, Odyss. 11, 539 μακρὰ βιβῶσα, Bekker βιβᾶσα, vgl. μακρὰ βιβάς und μακρὰ βιβάσϑων; Pind. Ol. 14, 17 κοῦφα βιβῶντα; ἐβίβασκεν H. h. Apoll. 133; vgl. βιβάς u. βιβάσϑων.
-
15 ἀπ-αρτία
-
16 ἵζω
ἵζω (vgl. ἕζω, ἕδος), dor. ἵσδω, – 1) setzen, niedersitzen lassen; μή μ' ἐς ϑρόνον ἵζε Il. 24, 553; so lies't Bekker mit Zenodot. 2, 53 βουλὴν – ἷζε γερόντων, wo Wolf mit Aristarch. βουλή las; ἵζει τέταρτον τόνδε μάντιν ἐν ϑρόνοις Aesch. Eum. 18; einzeln bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 36. – 2) gew. sich setzen, sitzen; Il. 2, 96. 792; αὐτὸς δ' ἀντίον ἶζεν Od. 14, 79; ἷζεν ἐν μέσσοισι, er saß in der Mitte, Il. 20, 15; ἵζειν εἰς ϑρόνον, sich auf einen Stuhl setzen, Od. 8, 469; auch ἐπί τι, 16, 365, u. ἐπί τινος, 17, 339. Anders ἵζ' ἐπὶ δεῖπνον, setze dich zum Mahle, Od. 24, 394, wie ἵζω ἐπὶ κώπην, ans Ruder, Ar. Ran. 199; ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε ἵζει, am Ruder, Eur. Alc. 443; – εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζουσαν πόλιν Pind. Ol. 11, 37; ϑάρσος εὐπιϑὲς ἵζει φρενὸς φίλον ϑρόνον Aesch. Ag. 982, getroster Muth besetzt, nimmt den Thron ein; εἰς παλαιὸν ϑᾶκον ὀρνιϑοσκόπον ἵζων Soph. Ant. 987; τοὺς ἀδίκους βωμὸν οὐχ ἵζειν ἐχρῆν Eur. Ion 1314, wie ὃν ἵζειν φὴς σὺ κλωπικὰς ἕδρας Rhes. 512; in Prosa, ϑρόνον, ἐς ὃν ἴζων ἐδίκαζεν, auf den er sich setzte, also auf dem sitzend er Recht sprach, Her. 5, 25; τὰ κοῦφα εἰς ἑτέραν ἵζει φερόμενα ἕδραν Plat. Tim. 53 a. – 31 in derselben Bdtg das med.; ἔνϑ' ἄρα τοίγ' ἵζοντο, sie legten sich in Hinterhalt, Il. 18, 522; ἵζευ, setze dich, 3, 162; ἵζου Aesch. Eum. 80; ἐν ἁγνῷ ἵζεσϑε Suppl. 221; ἐς ϑρόνους ἵζου Eur. Ion 1618; mit dem bloßen acc., μήτ' ἀλσώδεις ἵζου κρήνας I. A. 141; ἐν τῷ Ταύγέτῳ u. ἐς τὸν Ταΰγετον, Her. 4, 145. 146; öfter von Soldaten, sich lagern, ἐς τὸν Ἰσϑμὸν ἵζοντο, 8, 71; – sich senken, versinken, ἡ νῆσος ἱζομένη πηλὸν παρέσχετο Plat. Tim. 25 d. – Gewöhnlicher ist bei den Attikern καϑίζω. Den aor. ἵζησα haben erst Sp., wie D. Cass. 50, 2; früher, wie in allen aufgeführten Beispielen, kommt nur praes. u. impf. vor.
-
17 δαπανη
дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἥ1) расходование, расход, трата Hes., Pind.οἰκηΐη ἀνδρῶν δαπάνῃ Her. — со снаряженным на собственный счет войском;κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. — нетрудно понять2) деньги на расходы, средства(δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.)
3) расточительность(ἥ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.)
-
18 επανωθε
I(ᾰ) adv.1) сверху, наверхуἄλλα ἔθνη ἐ. Thuc. — другие племена, жившие выше;
κούφα σοι χθὼν ἐ. πέσοι! Eur. ( при — прощании с умершим;ср. лат. sit tibi terra levis) да будет тебе легка земля!2) прежде, ранееοἱ ἐ. Theocr. — люди старого времени, предки
II(φέρειν τι ἐ. τινος Plat.)
-
19 επανωθεν
I(ᾰ) adv.1) сверху, наверхуἄλλα ἔθνη ἐ. Thuc. — другие племена, жившие выше;
κούφα σοι χθὼν ἐ. πέσοι! Eur. ( при — прощании с умершим;ср. лат. sit tibi terra levis) да будет тебе легка земля!2) прежде, ранееοἱ ἐ. Theocr. — люди старого времени, предки
II(φέρειν τι ἐ. τινος Plat.)
-
20 κουφον
См. также в других словарях:
Κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. — κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. См. Дай Бог, чтобы земля на нем легким пухом лежала … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κοῦφα — κοῦφος light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφα — κού̱φᾱ , κοῦφος light fem nom/voc/acc dual κού̱φᾱ , κοῦφος light fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφᾳ — κού̱φᾱͅ , κοῦφος light fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμπούλ Αταχίγια — (Κούφα, Μικρά Ασία 748 – Βαγδάτη 828). Άραβας ποιητής. Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια. Έζησε στην Κούφα και αργότερα στη Βαγδάτη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως αγγειοπλάστης. Στα πρώτα ποιήματά του, που διακρίνονται για το απλό και απέριττο ύφος … Dictionary of Greek
Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… … Dictionary of Greek
Κίντι, Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ αλ- — (Κούφα, Ιράκ 801; – 873;). Μουσουλμάνος φιλόσοφος και επιστήμονας. Ο Κ., τον οποίο οι ομόθρησκοί του αποκαλούν φιλόσοφο των Αράβων, θεωρείτο ένας από τους εννέα κριτές της αστρολογίας κατά τον Μεσαίωνα. Σπούδασε στη Βασόρα και στη Βαγδάτη, όπου… … Dictionary of Greek
κοῦφ' — κοῦφα , κοῦφος light neut nom/voc/acc pl κοῦφε , κοῦφος light masc voc sg κοῦφαι , κοῦφος light fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek