-
1 κοῦφος
Grammatical information: adj.Meaning: `light, not heavy, easily movable, nimbly, vain, empty' (Ν 158 and θ 201: κοῦφα resp. κουφότερον as adv.); on the meaning Treu Von Homer zur Lyrik 76 etc. (s. index).Compounds: Few compp., e. g. κουφό-νοος ` with a nimble mind' (trag.), ὑπό-κουφος `rather light' (Dsc., Plu.).Derivatives: κουφοτής f. ` lightness' (Hp., Pl.; accent after βαρυτής, Wackernagel Gött. Nachr. 1909, 59 = Kl. Schr. 2, 1117, Schwyzer 382); κουφεῖαι pl. prob. `vase-sherds, debris'? ( PTeb. 5, 199; IIa; κοῦφον [ κεράμιον] also `[empty] vessel'); NGr. ( ἀγριο-)κουφίτης m. plant-name, `Erdrauch, Fumaria' (Redard Les noms grecs en - της 68 u. 73). Denomin. κουφίζω `lighten, raise, cancel' (Hp., Att.), rarely intr. ` be light' (Hes. Op. 463, Hp., trag.), with κούφισις (Th.), - ισμα (E.), - ισμός (hell.) `lightening'; κουφιστήρ ` ring-pad' (to lighten the pressure; medic.); κουφιστικός ` lightening' (Arist.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Isolated, but still prob. inherited(?). Worthless speculations in Osthoff MU 6, 17f. and those noted in Bq. The full grade of the stem and the barytonesis are remarkable in the case of an adj. (Schwyzer 459); prop. adjectiv. subst.? - Through κοῦφος the old forms ἐλαχύς, ἐλαφρός were partly replaced resp. pushed back, which was not unimportant for these words.Page in Frisk: 1,936Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κοῦφος
-
2 κοῦφος
κοῦφος, leicht; κοῦφα ποσὶ προβιβάς, leicht, behend einherschreitend, Il. 13, 158; vgl. Hes. Sc. 323, wie χώρει κοῠφα ποσίν Ar. Th. 953; κοῠφον ἐξάρας πόδα Soph. Ant. 224; κοῦφα βιβῶν Pind. Gl. 14, 17; κούφοις ποσί, mit leichten, schnellen Füßen, 13, 109; χείρ P. 9, 11; πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο Aesch. Pers. 297; ἀνέπτατ' ἐς αἰϑέρα κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar. Ran. 1356; – κούφα σοι χϑὼν ἐπάνωϑε πέσοι, sit tibi terra levis, Eur. Alc. 464; κούφοις πνεύμασιν βόσκου, leicht, sanft, Soph. Ai. 555; dah. = ni chtig, gering, ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ὄντας ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν 126; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος Aesch. Spt. 242; in Prosa, Ggstz βαρύς, Plat. Phil. 14 d Rep. IV, 438 c; κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Legg. IV, 717 c; auch Sp. – Κούφη στρατιά, die Leichtbewaffneten, Plut. Fab. 11; τὰ κοῦφα καὶ τὰ πρακτικώτατα τῆς δυνάμεως Pol. 10, 23, 1; vgl. ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὃπλοις Xen. Mem. 3, 5, 27. – Κουφότερον μετεφώνεε, er redete leichter, leichteres Herzens, Od. δ, 201; sonst auf den Geist übtr. = leichtsinnig, τὸ νέον κούφας ἀφροσύνας φέρον Soph. O. C. 1232, wie φρένες κουφότεραι Pind. Ol. 8, 61; in späterer Prosa, κοῦφος καὶ ἄφρων νεανίας Hdn. 5, 7, 1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ, der Leichtsinn, Paus. 5, 21, 14; – ἐλπίς, nichtig, Thuc. 2, 51 u. Sp. – Adv. κούφως; ὤρουσεν Aesch. Eum. 112; ἥλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως Xen. An. 6, 1, 3; φέρειν, leicht ertragen, συμφοράς Eur. Med. 1014; συμφορὴν κουφότατα φέρων Her. 1, 35; κούφως καὶ μετρίως φέρειν τὰς συμφοράς Plat. Menex. 248 c; – ἄνϑρωποι κούφως ἐσκευασμένοι, Leichtbewaffnete, Thuc. 4, 33; vgl. Xen. Cyr. 5, 3, 35; – κουφοτέρως, Call. bei Stob. fl. 113, 6.
-
3 κούφος
-
4 κοῦφος
-
5 κουφος
31) легкий, легковесныйβαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. — более тяжелое по сравнению с более легким;
κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. — да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда;ср. лат. sit tibi terra levis!);κουφότερα ὅπλα Xen. — легкое вооружение2) легковооруженный(στρατιά Plut.)
3) легко переваривающийся, удобоваримый(κρέας Arst.)
4) легко переносимый, необременительный(δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.)
ἥ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὴ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. — чем больше слава, тем легче становится (ее) нести5) легкий, нетрудный(ὁδός Plut.)
6) легкий, подвижный(πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.)
7) легкий, нежный(πνεύματα Soph.)
8) легкомысленный, безрассудный, пустой(φρένες Pind.; λόγοι Plat.)
9) пустой, призрачный(σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.)
10) незначительный, ничтожный(πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.)
11) небольшой, короткий(γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον
-
6 κοῦφος
κοῦφος, η, ον ['легкий'] 1. легковесный; 2. легкомысленный -
7 κοῦφος
a light, nimbleκούφοισιν ποσίν O. 13.114
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
n. pl. pro adv.,τόνδε κῶμον κοῦφα βιβῶντα O. 14.17
b light, easy τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (= ὡς κουφόν τι, Gildersleeve) O. 13.83ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
c light, fickleκουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
-
8 κοῦφος
A light, nimble, Hom. only in neut. pl. as Adv., κοῦφα ποσὶ προβιβάς stepping lightly on, Il.13.158, cf. Hes.Sc. 323;κοῦφα βιβῶν Pi.O.14.16
;κ. ποσὶν ἄγ' ἐς κύκλον Ar.Th. 954
(lyr.); alsoκούφοις ποσί Pi.O.13.114
;κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar.Ra. 1353
;πήδημα κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers. 305
;κ. ἐξᾶραι πόδα S.Ant. 224
;κ. ἅλμα E.El. 439
(lyr.);κ. αἴρειν βῆμα Id.Tr. 343
;οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόμος LXX Ec.9.11
: metaph., κουφότεραι.. ἀπειράτων φρένες too buoyant, Pi.O. 8.61.2 metaph., easy, light, τελεῖν.. κούφαν κτίσιν to make achievement easy, ib.13.83;κ. εἰ δοίης τέλος A.Th. 260
; κ. νύξ an easier night, of a sick person, Jul.Mis. 342a ([comp] Comp.);περίπατος Sor.1.46
;τὸ ὅσιον ἅπαν κ. ἔργον OGI383.120
(Nemrud Dagh, i B. C.); of government, light, κουφοτέραν βασιλείαν less oppressive, Isoc.9.51;ἡ εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν X.Cyr.8.2.22
; of an antagonist, easy-going,κουφότατος ἦν κρατήσας Id.Ages.11.12
;δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ θεράπων Men.Per.Fr.1
.3 unsubstantial, airy, vain,τὸ νέον.. κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC 1230
(lyr.);οὐδὲν ἄλλο πλὴν.. κούφην σκιάν Id.Aj. 126
;ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Th.2.51
;κ. καὶ πτηνοὶ λόγοι Pl.Lg. 717c
; κ. πρᾶγμα a trifle, ib. 935a; κ. γράμματα a small letter, E.IT 594; of persons, = κουφόνους, Hdn.5.7.1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ levity, Paus.5.21.14, cf. Hdn.7.8.6.4 light in point of weight, opp. βαρύς, Pl. Phlb. 14d, R. 438c ([comp] Comp.), etc.; κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι may earth lie lightly on thee, E.Alc. 462 (lyr.), cf. Hel. 853;κούφη σοι κόνις ἥδε πέλοι IG14.1942.4
; κούφη σεῖο γαῖ' ὀστέα κεύθοι ib.329 ([place name] Himera); κ. πνεύματα light airs, S.Aj. 558;ὀστᾶ τε καὶ κ. κόνις Men.538.3
;τὸ κουφότατον.. τῶν κακῶν.. πενία Id.Kith.Fr.2
.b Medic. in various uses, σικύαι κοῦφαι dry cuppings, Philum. ap. Orib.45.29.17, cf. Sor.2.11, etc.; also κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ on the surface, Philum.Ven.7.3; μὴν κ. the eighth month of pregnancy, Sor.1.56; of food, easy to digest, light, Arist.EN 1141b18, etc.c of troops, light-armed,οἱ κ. τῶν στρατιωτῶν Hell.Oxy.6.4
;ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις X. Mem.3.5.27
;κούφη στρατιά Plu.Fab.11
;τὰ κ. τῆς δυνάμεως Plb.10.25.2
.d of ships, lightly-laden, Th.6.37, 8.27.5 light, slight,ἁμαρτήματα Pl.Lg. 863c
; κουφότερα γυμνάσια, opp. ἀναγκαῖα, Arist. Pol. 1338b40; κ. ἐργασίαι ib. 1321a25.6 empty,κεράμια Gp.7.24.2
, cf. PLond.5.1656.6 (iv A. D.), PFlor.314.8(v. A. D.): hence as Subst., κοῦφον (sc. κεράμιον), τό, jar, in pl., POxy.1631.16 (iii A. D.), PFay. 133.6 (iv A. D.), PStrassb.1.10 (vi A. D.).7 [voice] Act., relieving, assisting,χερὶ κούφᾳ Pi.P.9.11
: prob. to be taken in this sense in Theoc. 11.3.II Adv. - φως lightly, nimbly,κ. ὀροῦσαι A.Eu. 112
; κ. ἐσκευασμένοι, of soldiers, Th.4.33;ὡπλισμένοι X.Mem.3.5.26
, etc.; κ. ἔχειν to be relieved, Arist.Pr. 873a16.2 metaph., lightly, with light heart,κουφότερον μετεφώνεε Od.8.201
;κ. νοῆσαι Sapph.Supp. 5.14
; κ. φέρειν, opp. δεινῶς φ., E.Med. 449, 1018;ὡς κουφότατα φέρειν Hdt.1.35
; διάγουσα κούφως doing well, of a patient, Hp.Epid.1.26.δ. -
9 κοῦφος
κοῦφος: light, agile; adv., κοῦφα, quickly, Il. 13.158 ; κουφότερον, with lighter heart, Od. 8.201.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοῦφος
-
10 κοῦφος
κοῦφος, leicht; κοῦφα ποσὶ προβιβάς, leicht, behend einherschreitend; κούφοις ποσί, mit leichten, schnellen Füßen; κούφα σοι χϑὼν ἐπάνωϑε πέσοι, sit tibi terra levis; κούφοις πνεύμασιν βόσκου, leicht, sanft; dah. = nichtig, gering. Κούφη στρατιά, die Leichtbewaffneten. Κουφότερον μετεφώνεε, er redete leichter, leichteres Herzens; sonst auf den Geist übtr. = leichtsinnig; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ, der Leichtsinn; ἐλπίς, nichtig; φέρειν, leicht ertragen; ἄνϑρωποι κούφως ἐσκευασμένοι, Leichtbewaffnete -
11 κούφος
ος и η, ον1) пустой, полый; 2) лёгкий, не тяжёлый; 3) перен. поверхностный, несерьёзный; пустой; 4) перен. тщеславный, кичливый -
12 κουφός
-
13 κουφός
[куфос] εκ. глухой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουφός
-
14 κοῦφος
-η,-ον A 0-6-6-2-4=18 1 Sm 18,23; 2 Sm 1,23; 2,18; 2 Kgs 3,18; 20,10light, nimble, swift 2 Sm 1,23; light, slight Wis 5,11; easy, light 1 Sm 18,23; light-minded, unwise Sir 19,4 -
15 κουφός
[куфос] επ глухой. -
16 κουφός
глувГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κουφός
-
17 κουφός
sourd -
18 κουφός
głuchy przym. -
19 κουφός
hluchý -
20 κουφός
deafΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουφός
См. также в других словарях:
κοῦφος — light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κουφός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν ακούει. 2. η παροιμία «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» λέγεται για αναίσθητους ή πείσμονες που δε μεταβάλλουν γνώμη με κανένα τρόπο. 3. φρ., «στα κουφά», αθόρυβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοῦφον — κοῦφος light masc acc sg κοῦφος light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφώνω — [κούφος (Ι)] 1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα») 2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου») 3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας») … Dictionary of Greek
κοῦφα — κοῦφος light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦφαι — κοῦφος light fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦφε — κοῦφος light masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦφοι — κοῦφος light masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek