-
1 αποσκευή
ἀποσκευάζωfut ind mid 2nd sg (doric)ἀποσκευάζωfut ind act 3rd sg (doric)ἀποσκευήremoval: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀποσκευῇ
ἀποσκευάζωfut ind mid 2nd sg (doric)ἀποσκευάζωfut ind act 3rd sg (doric)ἀποσκευήremoval: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 αποσκευή
-
4 ἀποσκευή
-
5 αποσκευη
-
6 ἀποσκευή
ἀποσκευή, ἡ,A removal, riddance, i.e. assassination, J.AJ18.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκευή
-
7 αποσκευή
η (чаще πλ.) багаж, вещи, пожитки;δένω τίς αποσκευές — укладываться, укладывать вещи;
παραδίνω τίς αποσκευές μου — сдавать вещи или багаж
-
8 ἀποσκευή
-ῆς ἡ N 1 18-6-0-2-6=32 Gn 14,12; 15,14; 31,18; 34,29; 43,8baggage, household Nm 16,27; id. (including pers. as well as inanimate objects) Gn 14,12; a man’s wife, children and other members of the household Ex 10,24; all persons apart from the full-grown men or apart from the men fit for military service Ex 12,37; impedimenta Jdt 7,2Cf. HARL 1986a, 64; HOLLEAUX 1942 15-26; KIESSLING 1927, 240-247; LE BOULLUEC 1989, 39; LEE, J.1983, 101-107; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
9 ἀποσκευή
-
10 αποσκευή
bagage -
11 bagage
αποσκευή -
12 instructus [2]
2. instrūctus, Abl. ū, m. (instruo), I) die Ausstattung, das Rüstzeug, a) eig. = ἀποσκευή, die Habe, Augustin. quaest. in genes. 2. qu. 47, 1. – b) im Bilde = Gedankenstoff (neben ornatus, Ausschmückung = Redeschmuck), quocumque (oratio) ingreditur, eodem est instructu ornatuque comitata, Cic. de or. 3, 23. – II) die Anweisung, instructu tuo, Paulin. in Augustin. epist. 24, 3.
-
13 ἀπ-αρτία
-
14 αποσκευής
-
15 ἀποσκευῆς
-
16 αποσκευαίς
-
17 ἀποσκευαῖς
-
18 αποσκευαί
-
19 ἀποσκευαί
-
20 αποσκευών
ἀποσκευάζωfut part act masc voc sgἀποσκευάζωfut part act neut nom /voc /acc sgἀποσκευάζωfut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀποσκευήremoval: fem gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσκευή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα … Dictionary of Greek
ἀποσκευῇ — ἀποσκευάζω fut ind mid 2nd sg (doric) ἀποσκευάζω fut ind act 3rd sg (doric) ἀποσκευή removal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευαῖς — ἀποσκευή removal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευαί — ἀποσκευή removal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευήν — ἀποσκευή removal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
домочадство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἀποσκευή) домочадцы, слуги … Словарь церковнославянского языка
πορτμπαγκάζ — το, Ν άκλ. χώρος στο πίσω ή πρόσθιο μέρος, ανάλογα με τη θέση τού κινητήρα τού αυτοκινήτου, για την τοποθέτηση αποσκευών και άλλων ειδών και αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bagages < porter«φέρω» + bagage «αποσκευή»] … Dictionary of Greek
τζαμαντάνι — το, Ν ταξιδιωτικός σάκος, αποσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
ԱՂԽ — (ի, ից.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c գ. ԱՂԽ կամ ԱԽ. κλεῖθρον, σύγκλεισμα, πτίξις, κάτοχος claustrum, clausura, repagulum, plicatura Փակ. փականք. փակաղակ. կապ. զօդ պնդիչ. ախլակ, ախլանք, կղպաք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)