Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀποσκευή

См. также в других словарях:

  • αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσκευή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκευῇ — ἀποσκευάζω fut ind mid 2nd sg (doric) ἀποσκευάζω fut ind act 3rd sg (doric) ἀποσκευή removal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκευαῖς — ἀποσκευή removal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκευαί — ἀποσκευή removal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκευήν — ἀποσκευή removal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • домочадство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἀποσκευή) домочадцы, слуги …   Словарь церковнославянского языка

  • πορτμπαγκάζ — το, Ν άκλ. χώρος στο πίσω ή πρόσθιο μέρος, ανάλογα με τη θέση τού κινητήρα τού αυτοκινήτου, για την τοποθέτηση αποσκευών και άλλων ειδών και αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bagages < porter«φέρω» + bagage «αποσκευή»] …   Dictionary of Greek

  • τζαμαντάνι — το, Ν ταξιδιωτικός σάκος, αποσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԽ — (ի, ից.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c գ. ԱՂԽ կամ ԱԽ. κλεῖθρον, σύγκλεισμα, πτίξις, κάτοχος claustrum, clausura, repagulum, plicatura Փակ. փականք. փակաղակ. կապ. զօդ պնդիչ. ախլակ, ախլանք, կղպաք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»