-
1 έπιπλα
-
2 ἔπιπλα
-
3 ἔπιπλα
ἔπιπλα, τά,A implements, utensils, furniture, movable property (ἡ κούφη κτῆσις, τὰ ἐπιπολῆς ὄντα τῶν κτημάτων, Poll.10.10; σκεύη τὰ μὴ ἔγγεια ἀλλ' ἐπιπόλαια, Hsch.); opp.fixtures, Hdt.1.150, 164,7.119, al., S.Fr.8, Th.3.68, Is.8.35, X.Oec.9.6, Arist.Pol. 1267b12, etc.; fittings of a ship, PCair.Zen. 242 (iii B.C.): rarely sg.,ἔπιπλον Is.
(Fr. 28)ap.Poll.10.11, Asp. in EN96.30. (The form ἐπίπλοα occurs in Mss. of Hdt.1.94 (cf. Poll.10.10), and late Pap., as BGU483.6 (ii A.D.), but ἔπιπλα PCair.Zen.l.c., PGrenf.1.12.18 (ii B.C.), etc.) -
4 επιπλα
ион. тж. ἐπίπλοα τά (pl. к ἔπιπλον См. επιπλον) движимое имущество, пожитки, предметы домашнего обихода, утварь Her., Thuc., Lys., Xen., Isae., Arst., Plut. -
5 ἔπιπλα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `movable goods, utensils' (Ion.-Att.).Other forms: (rarely - ον)Etymology: Old expression, prob. as ἔπι-πλ-α from ἐπι-πέλομαι `to come on the surface(?)' (`move on top'?), so "what has come at it(?)" opposed to fixed possessions; for the formation cf. δί-φρ-ος and Schwyzer 449. Because the word was untransparent reshapeings, as ἐπίπλοα (Hdt. 1, 94, pap.; after ἐπιπλεῖν, cf. on ἐπίπλοον), ἐπίπολα (Dodona; after ἐπιπολή, s. v.).Page in Frisk: 1,540Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔπιπλα
-
6 ἔπιπλα
ἔπι-πλα, τά, Gerätschaften, bes. Hausgerät; übh. alles bewegliche Vermögen, im Ggstz der liegenden Güter -
7 έπιπλα
mobilier -
8 έπιπλα
furnitureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έπιπλα
-
9 mobilier
έπιπλα -
10 furniture
έπιπλα -
11 möble
έπιπλα, επιπλωμένος -
12 επιπλάσση
ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sgἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sgἐπιπλάζομαιwander about: aor subj mp 2nd sgἐπιπλάζομαιwander about: fut ind mp 2nd sg (epic)ἐπιπλάζωaor subj mid 2nd sgἐπιπλάζωaor subj act 3rd sgἐπιπλάζωfut ind mid 2nd sg (epic)ἐπιπλά̱σσῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj mp 2nd sgἐπιπλά̱σσῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 2nd sgἐπιπλά̱σσῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj act 3rd sg -
13 ἐπιπλάσσῃ
ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sgἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sgἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sgἐπιπλάζομαιwander about: aor subj mp 2nd sgἐπιπλάζομαιwander about: fut ind mp 2nd sg (epic)ἐπιπλάζωaor subj mid 2nd sgἐπιπλάζωaor subj act 3rd sgἐπιπλάζωfut ind mid 2nd sg (epic)ἐπιπλά̱σσῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj mp 2nd sgἐπιπλά̱σσῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 2nd sgἐπιπλά̱σσῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj act 3rd sg -
14 επιπλάττη
ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sg (attic)ἐπιπλά̱ττῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj mp 2nd sg (attic)ἐπιπλά̱ττῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐπιπλά̱ττῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj act 3rd sg (attic) -
15 ἐπιπλάττῃ
ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj act 3rd sg (attic)ἐπιπλά̱ττῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj mp 2nd sg (attic)ἐπιπλά̱ττῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐπιπλά̱ττῃ, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj act 3rd sg (attic) -
16 επιπλοα
-
17 επιπλον
-
18 мебель
-
19 обстановка
обстановка ж 1) (мебель) η επίπλωση, τα έπιπλα 2) (положение) η κατάσταση· το περιβάλλον (окружение)' οι συνθήκες, οι περιστάσεις (условия)' международная \обстановка η διεθνής κατάσταση* * *ж1) ( мебель) η επίπλωση, τα έπιπλαмеждунаро́дная обстано́вка — η διεθνής κατάσταση
-
20 επιπλασσόμενον
ἐπιπλάσσωspread: pres part mp masc acc sgἐπιπλάσσωspread: pres part mp neut nom /voc /acc sgἐπιπλάσσωspread: pres part mp masc acc sgἐπιπλάσσωspread: pres part mp neut nom /voc /acc sgἐπιπλάζομαιwander about: fut part mp masc acc sg (epic)ἐπιπλάζομαιwander about: fut part mp neut nom /voc /acc sg (epic)ἐπιπλάζωfut part mid masc acc sg (epic)ἐπιπλάζωfut part mid neut nom /voc /acc sg (epic)ἐπιπλᾱσσόμενον, ἐπιπλήσσωstrike: pres part mp masc acc sgἐπιπλᾱσσόμενον, ἐπιπλήσσωstrike: pres part mp neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἔπιπλα — implements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄπιπλα — ἔπιπλα , ἔπιπλα implements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλας — ἐπίπλᾱς , πίμπλημι fill imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπίπλᾱς , πίμπλημι fill imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλοις — ἔπιπλα implements neut dat pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλων — ἔπιπλα implements neut gen pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen pl (attic) ἐπιπλέω sail upon aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon aor ind act 1st sg (epic ionic) πίμπλημι fill imperf ind act 3rd pl πίμπλημι fill imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σέρατον, Τόμας — (Sheraton). Ονομαστός Άγγλος επιπλοποιός (1751 1806). Εργάστηκε βασικά στο Λονδίνο, όπου κατόρθωσε να επιβληθεί χάρη στα νέου ρυθμού έπιπλά του, που είναι γνωστά σήμερα ως έπιπλα ρυθμού Σ. Ο Σ. κυκλοφόρησε το 1791 μια καλαίσθητη έκδοση με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Λίμνης — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης λειτουργεί από το 1993 σ’ ένα όμορφο νεοκλασικίζον διώροφο κτίριο που χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., το οποίο ανήκε στην οικογένεια Ευαγγελινών Φλώκων. Ύστερα από μία ριζική ανακαίνιση, που… … Dictionary of Greek