-
1 σαμβαλον
-
2 σάμβαλον
σάμβαλον, τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῠφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.
-
3 σάμβαλον
σάμβαλονneut nom /voc /acc sg (aeolic) -
4 σάμβαλον
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάμβαλον
-
5 σάμβαλον
σάμβαλον, τό, σάμβαλα κοῠφα βαλεῖν = leicht die Füße setzen -
6 σάμβαλα
σάμβαλονneut nom /voc /acc pl (aeolic) -
7 σάνδαλον
Grammatical information: n.Other forms: pl. -α. Also σάμβαλον (Eumel., Sapph., AP)Compounds: σανδαλοθήκη `sandal case' (Men., Delos IIa); σαμ-βαλ-ούχη, - ουχίς f. `sandalchest' (Herod.), - ίσκα pl. n. (Hippon. 18 = 32 Masson; s. comm.).Derivatives: σανδάλ-ιον (IA.), - ίσκον (Ar.); also - ίς, - ίδος f. `kind of date' (Plin.), - ώδης `sandal-like' (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Also σάμβαλον n. -- On νδ σάνδαλον μβ cf. κορίαμβλον-κορίανδρον; diff. adoption of a foreign word (Schwyzer 303)?; s. also Kronasser Etymologie I 91. -- Origin unknown; cf. σαγγάριος H. s. σκυτεύς; τζαγγάριος ( τσ-) m. `manufacturer of Parthian τζάγγαι' (pap. VIp; ?). -- From Greek Lat. sandalium, Fr. sandale, NPers. ṣandal etc. - Furnée 153, 389 mentions also σέμπαδα ὑποδήματα H. (to be read *σέμπαλα?).Page in Frisk: 2,675Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σάνδαλον
-
8 σαμβαλίσκον
σαμβαλίσκον, τό, dim. von σάμβαλον, Hipponax bei Schol. Lycophr. 855.
-
9 σάνδαλον
-
10 Β
Β, β, βῆτα, zweiter Buchstab des griechischen Alphabets; als Zahlzeichen β' = 2, ,β = 2000. In der Aussprache hörte man den weichen Hauch der media, daher oft das römische V bei Späteren durch β ausgedrückt wird, z. B. Βάῤῥων, Βιργίλιος. – Pamphylier u. andere Dorer gebrauchten es nach E. M. u. Eustath. für das Digamma im Anfang u. in der Mitte der Wörter, z. B. βαβέλιος = ἀέλιος, φάβος = φάος; ebenso die Tarentiner, βαίλα = ἴλη. S. Giese über den äol. Dial. I S. 192. Ebenso setzten es die Aeoler vor ρ, βρόδον, βράκος = ῥόδον, ῥάκος, seltener vor Vocalen, βέδος = ἕδος. – Zur Erleichterung der Aussprache tritt es zwischen μλ u. μρ, μέμβλεται, γαμβρός. In den verschiedenen Dialekten steht es a) für γ bei den Böotiern, vgl. βλήχων. – b) bei den Aeolern u. Böotiern, nach E. M., für δ, σάμβαλον für σάνδαλον. – c) bei den Delphiern, Siculern u. Tarentinern, nach Hesych., für π, z. B. βατεῖν, βατάνιον für πατεῖν. πατάνιον. – d) bei den Macedoniern für φ, z. B. Βίλιππος, Βερενίκη, s. Plut. Quaest. Gr. 9. – e) Sp. u. Neugriechisch für υ, z. B. ἅβρα, καλάβροψ. – Die Arcader setzten dafür ζ. z. B. ζέλλω, = βάλλω, ζέρεϑρον für βάραϑρον.
-
11 σανδαλον
-
12 σάμβαλ'
σάμβαλα, σάμβαλονneut nom /voc /acc pl (aeolic) -
13 σάνδαλον
σάνδᾰλ-ον, τό,A sandal, Eup.295; mostly in pl., sandals, h.Merc. 79,83,139, etc.; [dialect] Aeol. [full] σάμβᾰλον Eumel.13 K., Sapph.98, AP6.267 (Diotim.).II a flat fish, Matro Conv.76; also [full] σανδάλιον, identified by Hsch. with ψῆττα, but distinguished from it by Alciphr.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάνδαλον
См. также в других словарях:
σάμβαλον — neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάμβαλον — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον … Dictionary of Greek
σάμβαλα — σάμβαλον neut nom/voc/acc pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδαλο — το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α το σανδάλι αρχ. ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων νδ / μβ στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα… … Dictionary of Greek
сандалия — русск. цслав., ст. слав. сан(ъ)далии σανδάλιον (Остром., Мар., Зогр.) Из греч. σανδάλιον, но сандалы мн., вероятно, заимств. с запада через ит. sandala от лат. sandalium. Первоисточником этих слов является греч. σάνδαλον, лесб. σάμβαλον… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ασάμβαλος — ἀσάμβαλος, ον (Α) ασάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον] … Dictionary of Greek
ποικιλοσάμβαλος — ον, Α (αιολ. τ.) αυτός που φορά κεντημένα, πλουμιστά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον] … Dictionary of Greek
σέμπαλα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών σάνδαλον / σάμβαλον] … Dictionary of Greek
σαμβαλουχίς — ίδος, ἡ, Α σαμβαλούχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ουχίς (< οῦχος* + κατάλ. ίς, ίδος)] … Dictionary of Greek
σαμβαλούχη — ἡ, Α θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ούχη (< οῦχος* < ἔχω)] … Dictionary of Greek
σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek