-
1 κομέω
Grammatical information: v.Meaning: `care' (Il.),Other forms: Ipf. κομέεσκον, only present-stem ἀμφι-κομέω (AP); κομίζω, - ομαι, aor. κομισ(σ)αι, - ασθαι, Dor. (Pi.) κομίξαι, pass. κομισθῆναι, fut. κομιῶ, - οῦμαι (ο 546; Schwyzer 785, Chantraine Gramm. hom. 1, 451), hell. κομίσω, - ίσομαι,Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, παρα-, συν-, `care, attend, look after, loot, save, fetch, bring, transport' (Il.).Derivatives: ( ἀνα-, ἀπο- etc.) κομιδή `care, loot, saving, supply, escape' (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 189f.); dat. κομιδῃ̃ as adv. `exact, definitely, completely' (IA.); κομιστήρ, - τής `who cares, provides' (E.; Fraenkel Nom. ag. 2, 14; 18; 35) with κομίστρια f. (AB, Orph.); κόμιστρα (- ον sg.) `reward for saving, promotion' (trag., inscr.); κομιστικός `for care, fit for carrying' (IA.); ἐκ-κομισμός `export, burial' (Str., Phld.), μετα-κόμισις, εἰσ-κόμισμα a. o. (sch., Gloss.). - As 2. member in several compounds - κόμος, e. g. εἰρο-κόμος `working wool, woolspinster' (Γ 387, AP), ἱπποκόμος `who cares for horses, groom' (IA.). - On the development of the meaning of κομίζω and derivv. Wackernagel Unt. 219f., Hoekstra Mnem. 4: 3, 103f.Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₁- `tire (out)'Etymology: Iterative-intensive deverbative to primary κάμνω (like φορέω etc.; Schwyzer 719); w. enlargement κομίζω with backformation κομιδή (Schwyzer 421 n. 3). - With ἱππο-κόμος agrees Hitt. aššuššani- `groom' from Indo-Iran. *aśva-śam(a)-, s. Mayrhofer Sprache 5, 87. Further s. κάμνω.See also:.Page in Frisk: 1,908Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κομέω
-
2 σιοκόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιοκόμος
-
3 ἱπποκόμος
A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt. 261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.;ἱ. τῶν καμήλων Philostr.VA2.1
.II Adj. [full] ἱππό-κομος, ον, ([etym.] κόμη) decked with horsehair, epith. of a helmet (not in Od.),κόρυς Il.13.132
, cf. S.Ant. 116 (anap.);πήληξ Il.16.797
;τρυφάλεια 13.339
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκόμος
-
4 κόμη
Grammatical information: f.Meaning: `hair' (on the number Schwyzer-Debrunner 43), also of the manes of a horse (Il.), metaph. `foliage', also of `growth' in gen. (Od.), `tail of a comet' (Arist.).Compounds: Compp., e. g. ἱππό-κομος `covered with horse-hair', of a helmet (Il.; aber ἱππο-κόμος to κομέω), κομα-τροφέω (- ο-) `grow ones hair' (Amorgos, Str.).Derivatives: Dimin. κομίσκᾱ (Alcm.) and κόμιον (Arr.). Further κομήτης m. `with (long) hair' (IA.), "hairstar", `comet' (Arist.; Scherer Gestirnnamen 105, 107f.), also plant-name = `τιθύμαλλος, Euphorbia' (Dsk.); κομήεις `with leaves' (Orph.). Denomin. κομάω (Ion. - έω) `have long hair, (show with well kept hair)' (Il.); late with ἀνα-, κατα- a. o.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not certainly explained. κόμη may be taken as "well cared hair" (as opposed to θρίξ; s. v.) and connected with κομέω `care'; so orig. meaning *`care'. Schwyzer 725 n. 10 considers for κόμη postverbal origin from κομάω, which could be a by-form to κομέω `care'. As however κομάω is always connected with hair and is never used as `care', the assumprion is not very probble. - Diff. Wood ClassPhil. 21, 341f. - Lat. LW [loanword] coma; cf. W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 1,908-909Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμη
-
5 αὐτόκομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκομος
-
6 βαθύκομος
βᾰθῠ-κομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύκομος
-
7 γαλακτοκόμος
γᾰλακτο-κόμος· ποιμήν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτοκόμος
-
8 γειοκόμος
γειο-κόμος, ον,A cultivating land, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειοκόμος
-
9 γεροντοκομεῖον
A hospital for the old, Cod.Just.1.3.45.1:—also Subst. [suff] γεροντο-κόμος, ὁ, warden of such a hospital, Just.Nov.7.1:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεροντοκομεῖον
-
10 γηροβοσκέω
A to feed or cherish in old age, esp. one's parents, E. Med. 1033, Alc. 663; alsoτέκνα Demoph.Sent.43
:—[voice] Pass., to be cherished when old, Ar.Ach. 678 ( γηρωβοσκήσει is read in Lib.Decl. 49.22; γηρωβοσκήσαντα is v.l. in Stob.3.1.38; cf. γηρο-κομεῖον, -κομέω, -κομία, -κόμος: such forms might be due to [var] contr. of γηραο-, but are more prob. misspellings).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροβοσκέω
-
11 γλωσσόκομος
γλωσσό-κομος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωσσόκομος
-
12 δάφνκομος
δάφν-κομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνκομος
-
13 δενδρόκομος
δενδρό-κομος, ον,II δενδροκόμος, ον, tree-tending, Nonn.D.47.182, 199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρόκομος
-
14 δρακοντόκομος
δρακοντό-κομος,, ον,A with snaky locks, Nonn.D.1.18, 47.552.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακοντόκομος
-
15 θηριοκόμος
θηριο-κόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριοκόμος
-
16 θηροκόμος
θηρο-κόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροκόμος
-
17 θυρσοκόμος
θυρσο-κόμος, ὁ,A thyrsuskeeper, a play of Lysippus, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσοκόμος
-
18 καλλίκομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίκομος
-
19 καμηλοκόμος
κᾰμηλο-κόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλοκόμος
-
20 κάμνω
Aκαμεῖται Il.2.389
, Pl.Lg. 921e; [dialect] Ep. inf.- έεσθαι A.R.3.580
: [tense] aor. 2 ἔκᾰμον, [dialect] Ep.κάμον Il.4.187
,al.; inf. καμεῖν, [dialect] Ep. subj. redupl. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσιν, Il.1.168, 17.658, 7.5 (but Aristarch. read κε κάμω, etc., prob. rightly): [tense] pf.κέκμηκα Il.6.262
, etc.: [tense] plpf.ἐκεκμήκεσαν Th.3.98
; [dialect] Ep. part. κεκμηώς, κεκμηῶτι, κεκμηῶτα, Il.23.232, 6.261, Od.10.31;κεκμηότας Il.11.802
; κεκμηῶτας is v.l. for κεκμηκότας in Th.3.59:— [voice] Med., [tense] aor. 2ἐκᾰμόμην Od.9.130
, [dialect] Ep.καμ- Il.18.341
.I trans., work, μίτρη, τὴν Χαλκῆες κάμον ἄνδρες wrought it, 4.187, 216;ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε 18.614
;σκῆπτρον.., τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 2.101
, cf. 8.195;κ. νῆας Od.9.126
;πέπλον Il.5.338
, cf. Od.15.105;ἵππον 11.523
;λέχος 23.189
; ἄστυ build, A.R.1.1322: also in [tense] aor. [voice] Med.,ἱρόν Id.2.718
.2 [tense] aor.[voice] Med., win by toil, τὰς (sc. γυναῖκας)αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Il.18.341
.3 [tense] aor.[voice] Med., labour, till,οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον.. ἐκάμοντο Od.9.130
;οἴκους Philet.8
.II intr., toil, labour, τινι for one, Od.14.65;ὑπὲρ τῆς πόλεως Th.2.41
: then, from the effect of continued work, to be weary, , cf. 11.802: with acc. of the part, οὐδέ τι γυῖα.. κάμνει nor is he weary in limb, 19.170, etc.; ;ὁ δ' ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν 16.106
: freq. c. part., κ. πολεμίζων, ἐλαύνοντες, ἐρεθίζων, is weary of fighting, rowing, etc., 1.168, 7.5, 17.658, etc.;οὐ μέν θην κάμετον.. ὀλλῦσαι Τρῶας 8.448
;ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι Od.12.232
; but οὐδέ τι τόξον δὴν ἔκαμον τανύων I did not long strain over stringing the bow, i.e. did it without effort, 21.426, cf. Il.8.22: later freq. with neg., οὔτοι καμοῦμαι.. λέγουσα I shall never be tired of saying, A.Eu. 881;μὴ κάμῃς λέγων E.IA 1143
; ;οὔποτε κάμοιμ' ἂν ὀρχουμένη Ar.Lys. 541
(lyr.); κ. εὐεργετῶν, ἐπαινῶν, Pl.Grg. 470c,Lg. 921e: c. dat., κ. δαπάναις to grow tired in spending, spare expense, Pi.P.1.90.3 to be sick or suffering, τί πάσχεις; τί κάμνεις; Ar.Nu. 708; οἱ κάμνοντες the sick, Hdt.1.197, cf. S.Ph. 282, And.1.64, Pl.R. 407c, Ep.Jac.5.15, etc.; of a doctor's patients, Hp.Acut.1, D.18.243, SIG943.10 ([place name] Cos); καμοῦσα ἀπέθανε having fallen sick, And.1.120: c. acc. cogn.,κάμνειν νόσον E.Heracl. 990
, Pl.R. 408e; [ τὴν ποδάγραν] v.l. in Arist.HA 604a23;τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.111
; τὰ σώματα to be ill or distempered in body, Pl.Grg. 478a;ὠσίν τε κὤμμασιν Herod.3.32
;πάθᾳ Pi.P.8.48
; ;ἀπὸ τοῦ τραύματος Luc.Tox.60
;ὑπὸ νόσου Hdn.3.14.2
.4 generally, to be distressed, meet with disaster,στρατοῦ καμόντος A.Ag. 670
;τῷ πεποιημένῳ κ. μεγάλως Hdt.1.118
, cf. A.Ag. 482 (lyr.), E.Med. 1138, HF 293; οὐ καμῇ τοὐμὸν μέρος wilt not have to complain.., S.Tr. 1215;κ. ἔν τινι E.Hec. 306
, IA 966; of a ship, : c. acc. cogn., οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης not having borne an equal share of grief, S.El. 532.5 in [tense] aor. part., of the dead, i. e. either outworn, or those whose work is done, or those who have met with disaster, , cf.Theoc.17.49;βροτῶν εἴδωλα καμόντων Od.11.476
; εἴδωλα κ. 24.14, Il.23.72, cf. A.Supp. 231, etc.: also in [tense] pf. part. in Trag. and Prose,κεκμηκότες S.Fr. 284
, E.Supp. 756, Th.3.59, Pl.Lg. 718a, 927b, Arist.EN 1101a35; ἱερὰ τῶν κ. E.Tr.96; also in the finite Verb,ὅπη ἄνθρωπος ἔκαμε Berl.Sitzb. 1927.158
([place name] Cyrene).--The [tense] pf. is always intr. (Cf. Skt. śamnīte 'work hard', 'serve zealously', śamitár- 'sacrificing priest', Gr. εἰρο-κόμος, κομέω, κομίζω.)
См. также в других словарях:
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
κομός — ο βλ. κομό … Dictionary of Greek
ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] … Dictionary of Greek
εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ζωοκόμος — ο ο ασχολούμενος με την επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κομος (< κομώ), πρβλ. ανθο κόμος, μελισσο κόμος] … Dictionary of Greek
ηδύκομος — ἡδύκομος, ον (Α) (για φυτά ή άνθη) αυτός που αναδίδει από τα φύλλα του ευχάριστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + κομος (< κόμη «μαλλιά, φύλλωμα»), πρβλ. βαθύ κομος, καλλί κομος] … Dictionary of Greek
θηριοκόμος — θηριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος, νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
θηροκόμος — θηροκόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα 2. (ειδ.) αυτός που συντηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κομος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. δασο κόμος, τραπεζο κόμος] … Dictionary of Greek
ιεροκόμος — ἱεροκόμος, ὁ (Α) επιμελητής ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόμος (< κομώ) πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek