Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱππο-κόμος

См. также в других словарях:

  • ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] …   Dictionary of Greek

  • θηριοκόμος — θηριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος, νοσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκόμος — ἱεροκόμος, ὁ (Α) επιμελητής ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόμος (< κομώ) πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοκόμος — ὁ, ἡ αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ιχθυοκομία, ιχθυοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κόμος (< κομῶ «ασχολούμαι»), πρβλ. ιππο κόμος, μελισσο κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • κηποκόμος — ο (Α κηποκόμος) κηπουρός, περιβολάρης νεοελλ. γεωπόνος ειδικός στην καλλιέργεια κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κόμος (< κομῶ «περιποιούμαι»), πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσόκομος — κυπαρισσόκομος, ον (Α) (για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + κομος (< κόμη), πρβλ. ιππό κομος, φυλλό κομος] …   Dictionary of Greek

  • μελισσοκόμος — ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος) αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοκόμος — μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • νεκροκόμος — νεκροκόμος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για την ταφή τών νεκρών, που κηδεύει νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιερο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλόκομος — ον, Α γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό κομος, χρυσό κομος] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοκόμος — θυρσοκόμος, ὁ (Α) 1. (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο 2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος τίτλος δράματος τού Λυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»