-
1 τρυφάλεια
τρυφάλειαhelmet: fem nom /voc sg -
2 τρυφάλεια
A helmet, Il.3.372, 12.22, al.;τρίπτυχος 11.352
;αὐλῶπις 13.530
;ἵππουρις 19.382
; λευκολόφους τ., as an exaggerated [dialect] Ep. phrase, Ar.Ra. 1016. ( τρῠ- does not stand for τρι- 'three' as supposed by Hsch. (v. sq.); - φάλεια is perh. related to φάλος, ἀμφίφαλος, ἄ-φαλος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφάλεια
-
3 τρυφάλεια
τρυφάλεια: helmet. (See the cut.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρυφάλεια
-
4 τρυφαλείας
τρυφαλείᾱς, τρυφάλειαhelmet: fem acc plτρυφαλείᾱς, τρυφάλειαhelmet: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 τρυφάλει'
τρυφάλεια, τρυφάλειαhelmet: fem nom /voc sgτρυφάλειαι, τρυφάλειαhelmet: fem nom /voc pl -
6 τρυφαλείαις
τρυφάλειαhelmet: fem dat pl -
7 τρυφαλείης
τρυφάλειαhelmet: fem gen sg (epic ionic) -
8 τρυφάλειαι
τρυφάλειαhelmet: fem nom /voc pl -
9 τρυφάλειαν
τρυφάλειαhelmet: fem acc sg -
10 τρυφαλειών
-
11 τρυφαλειῶν
-
12 τρυφαλείη
-
13 τρυφαλείῃ
-
14 αὐλῶπις
A with a tube-like opening between the cheek-pieces (acc. to Sch. with a tube ([etym.] αὐλός) to hold the λόφος), Il.5.182, al.; λόγχη with a socket to hold the shaft, S.Fr. 1027; conical,Ath.
5.189c, cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλῶπις
-
15 βέλλαι
βέλλαι· ῥαφίδες θαλάσσιαι, Hsch. [full] βέλλιον· ἀτυχές (Cret.), Id. [full] βέλλιρ· τρυφάλεια ([dialect] Lacon.), Id. [full] βέλλομαι, -
16 βομβέω
A make a booming noise; in Hom. always of falling bodies,τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα Il.13.530
; αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις βόμβ. πες. 16.118, cf. Od.18.397; βόμβησαν.. κατὰ ῥόον the oars fell with a loud noise.., 12.204; βόμβησεν δὲ λίθος the stone flew humming through the air, 8.190; of the sea, roar, Simon. 1; of thunder, roll, rumble, Nonn.D.1.301; hum, of bees, etc., Arist.HA 535b6, 627a24, Theoc.3.13, Pl.R. 564d;βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμῆνος S.Fr. 879
; of mosquitoes, buzz, Ar.Pl. 538; of birds,λιγυρὸν βομβεῦσιν ἀκανθίδες AP5.291
(Agath.): generally of sound, buzz in one's ears, Pl.Cri. 54d; butὦτα βομβεῖ μοι Luc.DMeretr.9.2
: c. dat. instr.,κόχλῳ β. Nonn.D.36.93
. -
17 βριαρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βριαρός
-
18 τετράχυτρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράχυτρος
-
19 τρίπτυχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπτυχος
-
20 τριφάλεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριφάλεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρυφάλεια — helmet fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφάλεια — ἡ, Α (επικ. τ.) περικεφαλαία («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφάλεια αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός επιθ. *τρυφαλής, σύνθετου, με α συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. τρυ , ο οποίος προέρχεται από το αριθμητικό… … Dictionary of Greek
τρυφαλείας — τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem acc pl τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφάλει' — τρυφάλεια , τρυφάλεια helmet fem nom/voc sg τρυφάλειαι , τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφαλειῶν — τρυφάλεια helmet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφαλείαις — τρυφάλεια helmet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφαλείης — τρυφάλεια helmet fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφαλείῃ — τρυφάλεια helmet fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφάλειαι — τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφάλειαν — τρυφάλεια helmet fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ … Dictionary of Greek