-
1 κόμισ'
κόμισαι, κομίζωtake care of: aor imperat mid 2nd sgκόμισα, κομίζωtake care of: aor ind act 1st sg (homeric ionic)κόμισε, κομίζωtake care of: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 κομιστέος
II κομιστέον, one must bring,νέους εἰς δείματα κ. Pl.R. 413d
.2 one must carry, Dsc.2.76.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστέος
-
3 κομιστή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστή
-
4 κομιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστήρ
-
5 κομιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστής
-
6 κομιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστικός
-
7 κομιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστός
-
8 κομίστρια
A = τροφός, AB 267, Hsch.; as epith. of Nature, Orph.H.10.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομίστρια
-
9 κόμιστρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόμιστρον
-
10 κομέω
Grammatical information: v.Meaning: `care' (Il.),Other forms: Ipf. κομέεσκον, only present-stem ἀμφι-κομέω (AP); κομίζω, - ομαι, aor. κομισ(σ)αι, - ασθαι, Dor. (Pi.) κομίξαι, pass. κομισθῆναι, fut. κομιῶ, - οῦμαι (ο 546; Schwyzer 785, Chantraine Gramm. hom. 1, 451), hell. κομίσω, - ίσομαι,Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, παρα-, συν-, `care, attend, look after, loot, save, fetch, bring, transport' (Il.).Derivatives: ( ἀνα-, ἀπο- etc.) κομιδή `care, loot, saving, supply, escape' (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 189f.); dat. κομιδῃ̃ as adv. `exact, definitely, completely' (IA.); κομιστήρ, - τής `who cares, provides' (E.; Fraenkel Nom. ag. 2, 14; 18; 35) with κομίστρια f. (AB, Orph.); κόμιστρα (- ον sg.) `reward for saving, promotion' (trag., inscr.); κομιστικός `for care, fit for carrying' (IA.); ἐκ-κομισμός `export, burial' (Str., Phld.), μετα-κόμισις, εἰσ-κόμισμα a. o. (sch., Gloss.). - As 2. member in several compounds - κόμος, e. g. εἰρο-κόμος `working wool, woolspinster' (Γ 387, AP), ἱπποκόμος `who cares for horses, groom' (IA.). - On the development of the meaning of κομίζω and derivv. Wackernagel Unt. 219f., Hoekstra Mnem. 4: 3, 103f.Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₁- `tire (out)'Etymology: Iterative-intensive deverbative to primary κάμνω (like φορέω etc.; Schwyzer 719); w. enlargement κομίζω with backformation κομιδή (Schwyzer 421 n. 3). - With ἱππο-κόμος agrees Hitt. aššuššani- `groom' from Indo-Iran. *aśva-śam(a)-, s. Mayrhofer Sprache 5, 87. Further s. κάμνω.See also:.Page in Frisk: 1,908Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κομέω
См. также в других словарях:
κόμισ' — κόμισαι , κομίζω take care of aor imperat mid 2nd sg κόμισα , κομίζω take care of aor ind act 1st sg (homeric ionic) κόμισε , κομίζω take care of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Монастырь Святой Троицы (Метеора) — православный храм Монастырь Святой Троицы греч. Η Μονή Αγίας Τριάδος … Википедия
λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… … Dictionary of Greek
οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω … Dictionary of Greek
οικοδόμητρα — οἰκοδόμητρα, τὰ (Α) αμοιβή κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικοδομώ + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον, που απαντά συχνά σε λ. οι οποίες δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. δίδακ τρα, κόμισ τρα)] … Dictionary of Greek
ολβιστήρ — ὀλβιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο, που παρέχει ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλβίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ονειδιστήρ — ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ρύτρον — τὸ, Α ευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτρα λυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ ρον, σῶσ τρον)] … Dictionary of Greek
στλέγγιστρον — και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α στλεγγίδα, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ τρον)] … Dictionary of Greek
συνοικιστήρ — ῆρος, ὁ, Α ιδρυτής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
συριστήρ — ῆρος, ὁ, Α συριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek