Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κομισ(σ)αι

См. также в других словарях:

  • κόμισ' — κόμισαι , κομίζω take care of aor imperat mid 2nd sg κόμισα , κομίζω take care of aor ind act 1st sg (homeric ionic) κόμισε , κομίζω take care of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Монастырь Святой Троицы (Метеора) — православный храм Монастырь Святой Троицы греч. Η Μονή Αγίας Τριάδος …   Википедия

  • λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… …   Dictionary of Greek

  • οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω …   Dictionary of Greek

  • οικοδόμητρα — οἰκοδόμητρα, τὰ (Α) αμοιβή κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικοδομώ + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον, που απαντά συχνά σε λ. οι οποίες δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. δίδακ τρα, κόμισ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • ολβιστήρ — ὀλβιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο, που παρέχει ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλβίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ονειδιστήρ — ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ρύτρον — τὸ, Α ευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτρα λυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ ρον, σῶσ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • στλέγγιστρον — και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α στλεγγίδα, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • συνοικιστήρ — ῆρος, ὁ, Α ιδρυτής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συριστήρ — ῆρος, ὁ, Α συριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»