-
1 κοιλίης
κοιλίαcavity of the body: fem gen sg (epic ionic) -
2 διαδίδωμι
A :—pass on, hand over, ἐμοὶ τοῦτον διέδωκαν (sc. Μοῖσαι)ἀθάνατον πόνον Pi.Pae.9
Fr.16.16; l.c.; propound for consideration, Pall. in Hp.Fract.12.277 C.; spread abroad,λόγον Plu. Them.19
:— [voice] Pass., λόγος διεδόθη v.l. in X.Cyr.4.2.10, cf. Plu.Sol.8;διαδοθέντος τοῦ λόγου Isoc.5.7
, cf. 9.74; παρὰ τῶν ἀρχαιων δ. to be handed down by tradition, Arist.Cael. 270b17;ἐν παροιμίᾳ διαδοθῆναι Str.6.2.4
.2 distribute,τινί τι X.An.1.10.18
, Th.4.38, D.49.14:—[voice] Pass.,τῇ σάλπιγγι σιωπῆς εἰς ἅπαντας διαδοθείσης Plu.Flam.10
; τὸ διαδιδόμενον εἰς τὰς φλέβας, of food, Arist.PA 678a18; of the bowels, secrete,τῆς κοιλίης ὑδατόχολα πολλὰ διαδιδούσης Hp.Coac.67
.4 διαδοῦναι δίκας give satisfaction to injured party, Hsch.II intr., spread about, Arist.HA 495b8.2 remit, Hp.Acut.(Sp.)5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδίδωμι
-
3 κατάρρηξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρρηξις
-
4 καταφορά
2 bringing down, esp. of a sword, downward stroke, Plb. 2.33.3, etc.; ἐκ καταφορᾶς cutting, opp. thrusting, Id.3.114.3; τραῦμα ἐκ κ. γεγενημένον a sword wound, Plu. Dio34.3 metaph., attack, tirade, Phld.Lib.p.48O. (pl.), cf. Hermog.Inv.4.5: c. gen., against.., Anon.in Rh.53.9.II (from [voice] Pass.) downward motion, Epicur.Nat.15.26,27; descent, fall,καταφοραὶ ὄμβρων Pl.Ax. 370c
;χαλάζης J.AJ6.5.6
;αἱ κ. πέντε, ὑετοῦ, χιόνος, δρόσου, χαλάζης, πάχνης Theol.Ar.31
; sinking, κ. ἡλίου sunset, Thphr.Vent.12, Anon.Hist.( FGrH160) p.887 J.;ἡ ἰσημερινὴ κ. Plb.3.37.5
, etc.; setting of a zodiacal sign, Ptol.Tetr. 134: pl., Longus 2.24.2 Medic., κ. κοιλίης diarrhoea, Hp.Aph. (Sp.) 7.86, cf. Ath.2.53d (pl.).b lethargic attack, Hp.Epid.3.6, cf. Plu.Aem.37 (pl.);κ. πρὸς ὕπνον Gal.9.476
;κ. πόνους παρέχουσα PHerc. 1041.2
.3 in reasoning, deduction,τὴν κ. ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύειν Hp.Praec.1
.4 sloping surface, IG22.463.66, 1668.51,7.4255.16 (Oropus, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφορά
-
5 μαλθακότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακότης
-
6 περίπλυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπλυσις
-
7 περιστέλλω
A :—dress, clothe, wrap up,θνατὰ π. μέλη Pi.N.11.15
;σαρκῶν π. χιτῶνι Emp.126
; τινα Thphr.Char. 2.10 ;τοὺς πόδας Arist.Pr. 868b38
;κεφαλὴν τοῖς κόλποις Plb.21.38.5
;χλαμυδίῳ π. ἑαυτόν Plu.Pyrrh.11
; ἔπηξα δ' αὐτὸν εὖ περιστείλας I planted the sword wrapping it well with earth, i. e. planted it firmly, S.Aj. 821 :—[voice] Med., wrap oneself up, Hp.Epid.3.17.ιέ :—[voice] Pass., to be wrapped up,περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Arist.Pr. 866a25
.b Rhet., employ compression,δεῖ π. καὶ μὴ περιουσιάζειν Corn.Rh.p.396
H.c cut down, retrench:—hence in [voice] Pass., to be dispensed with,περιέσταλται ἡμῖν πᾶν τὸ τῆς δέσεως τῶν περιτρήτων Ph.Bel.62.28
.2 lay out a corpse, Od.24.293, Hdt.2.90, 6.30, S.Ant. 903, E.Or. 1066, Men.325.12, etc. (also τάφον π. S.Aj. 1170); simply, bury, Pl.Hp.Ma. 291e, AP 7.613 (Diog. Episc.), etc.II Medic., in [voice] Pass., to be contracted round,κοιλίης περιστελλομένης ἀμφὶ τὸ ἔμβρυον Hp.Mul.1.34
; [ἡ γαστὴρ] περισταλεῖσα τοῖς ἐνυπάρχουσι Gal.UP4.7
;τοῖς σιτίοις Id.7.67
, cf. 8.440.III metaph., wrap up, cloak, cover, τἄδικ' εὖ π. E.Med. 582 ; τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, etc., Plb.30.4.14, Plu.2.47d, etc.;αἰσχρορρημοσύνην Phld.Rh.1.175
S.b ἐμαυτὸν περιστέλλων putting on a grave countenance, Aen.Gaz.Ep.12.2 protect, defend,ἀλλήλους Hdt.9.60
;πόλισμα Id.1.98
; π. τοὺς νόμους maintain the laws, Id.2.147, cf. 3.31 ; τὸ τοιοῦτο (sc. monarchy) ib.82 ;τὸ μὴ ἄναρχον A. Eu. 697
;εὖ π. αὐτὰ δαίμονες S.Ph. 447
;τὰ πάτρια D.24.139
; [ τὸν Ἐπίκουρον] Phld.Mort.27 :—[voice] Pass.,περισταλεὶς ὑπὸ τῆς τῶν Ἀχαιῶν πρᾳότητος Plb.2.60.4
.4 [voice] Med., τὰ σὰ περιστέλλου κακά attend to your own ills, E.HF 1129.5 [voice] Med., withdraw from society, Archig. ap. Aët.13.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστέλλω
-
8 περίτασις
A extension all round, Plu.2.1003d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίτασις
-
9 προεδρία
A privilege of the front seats at public games, in theatres, in the public assemblies, bestowed as an honour on distinguished foreigners,ἀτελείη καὶ π. Hdt.1.54
, 9.73, cf. Ar.Th. 834, X.Vect.3.4(pl.), Decr.Byz. ap. D.18.91; προεδρίην [pron. full] [ῑ] e)n a)gw=sin a)/roito Xenoph.2.7; on ambassadors, Aeschin.3.76; on citizens who had deserved well of their country, and (sometimes) on their descendants, Ar.Eq. 575, 702; freq. in Inscrr.,π. ἐν τῷ θεάτρῳ IG22.1214.19
, cf. SIG1003.13 (Priene, ii B.C.), etc.;π. τῶν ἀγώνων Pl.Lg. 881b
; προεδρίαι ἐν ταῖς πανηγύρεσι ib. 946e: hence, generally, authority,εἰσὶν ἐν π. Arist.Pol. 1292a9
; precedence, place,π. ἀπονέμεσθαί τινι Hdn.1.8.4
;ἐκστῆναι τῆς π. Plu.2.535b
: in pl., Arist.Rh. 1361a35: metaph.,τὸν αὐλὸν εἰς τιμὴν καὶ π. ἄγοντες Plu.Pel.19
; προεδρίας ἐτυγχάνομεν we received attention, respectful treatment, PSI4.380.3 (iii B.C.), cf. Sammelb.5942.12 (iii B.C.); later, care, (ii A.D.);π. τῆς κοιλίης Aret.CD1.3
.2 in concrete sense, front seat, Δαρεῖον ἐν π. κατήμενον on a chair of state, Hdt.4.88;ἐν τοῖσι ἀγῶσι π. ἐξαιρέτους Id.6.57
;ἐς τὴν π. πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται Ar.Ach.42
: esp., at Athens, seats of the πρυτάνεις in the Ecclesia,ἡ π. τῶν πρυτάνεων Din.2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεδρία
-
10 πυκνότης
A closeness, thickness, denseness, solidity, [ νεφελῶν] Ar.Nu. 384, 406; [ χρυσοῦ] Pl.Ti. 59b;π. ἡ κάτω Epicur.Nat.11.10
;π. νοητή Phld.D.3.11
; of flesh, opp. μανότης, Hp.VM22, Arist.EN 1129a23, etc.; opp. ἀραιότης, Id.Ph. 260b10 (pl.);ἡ π. τῆς ξυγκλῄσεως Th.5.71
.2 Medic., π. κοιλίης costiveness, Hp.Epid.6.3.1.4 in Tactics, close formation of the phalanx, Arr.Tact.11.1, 12.11;ἡ συνέχεια καὶ π.τῶν Ῥωμαίων Plu.Crass.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνότης
-
11 σκληρότης
4 ἡ τῆς κοιλίης ς. costivity, Hp.Aër.7.II of persons, harshness, austerity,τοῦ δαίμονος Antipho 3.3.4
;σ. καὶ ἀγροικία Pl.R. 607b
, cf. 410d;παράδειγμα σκληρότητος Arist.Po. 1454b14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρότης
-
12 στρόφος
A twisted band or cord, ἐν δὲ σ. ἦεν ἀορτήρ on it (the wallet) was a cord to hang it by, Od.13.438: generally, cord, rope, Hdt.4.60, IG22.1631.336.3 swaddling-band, h.Ap.122, 128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφος
-
13 ταραχή
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59;τοῦ πνεύματος Id.1.46
; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels,τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205
;οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825
.2 of the mind,αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30
; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6;ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79
;τ. παρέχειν Pl.Phd. 66d
, cf. R. 602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol. 1268b4;τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230
;ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17
, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46;τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81
.4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles,πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162
, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150;αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53
;τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5
;τ. ποιεῖν τισι Th.7.86
;ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75
, cf. Isoc.6.107, etc.;εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5
;ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233
;ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138
;ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b
, cf. Isoc.3.31;τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25
, cf. D.18.18;τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81
; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 ([place name] Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr. 31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33. -
14 τάσις
A stretching, tension, τῆς κοιλίης f.l. in one cod. for στάσις, Hp.Acut.37;τοῦ οἰσοφάγου Arist.PA 691a1
, cf. 664a32; τάσιν ἔχειν to be capable of tension, Id.HA 515b16,al.; ὀφρύων τ. contraction of the eyebrows, AP12.42 (Diosc.); of tension accompanying inflammation, Sor.2.19, Gal.10.66.3 τάσεις τῆς φωνῆς pitch of the voice, Stoic.2.96; in music, Plu.2.1020e, cf. 1133c; of the accents,τάσεις φωνῆς αἱ καλούμεναι προσῳδίαι D.H.Comp.19
; ὀξεῖα τ. Ath.2.53a.II = tentigo, Gloss. -
15 ἐκκόπρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκόπρωσις
-
16 ἐκτάραξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτάραξις
-
17 ἐξίημι
A send out, let one go out, ἱππόθεν ἐξέμεναι ([dialect] Ep. [tense] aor. 2 inf. for ἐξεῖναι) Od.11.531;μηδ' ἐξέμεν ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il.11.141
; ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην had dismissed, satisfied it, 24.227; πόθον prob. in Sapph.Supp.23.23; [τοὺς ἐπικούρους] ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Hdt.3.146
; ἐ. ἱστίον let out the sail, Pi.P.1.91; ἐξιέναι πάντα κάλων (v. sub κάλως) ; ἐ. ἀφρόν throw out or forth, E.Ba. 1122; ἐ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην take it out, Hdt.2.87; ἐ. τι εἴς τι discharge it into.., Pl.Ti. 82e.2 intr., of rivers, discharge themselves,ἐς θάλασσαν Hdt. 1.6
(in [ per.] 3sg. ἐξίει, cf. ib. 180), al., Th.4.103.II [voice] Med., put off from oneself, get rid of, freq. in Hom. in the phraseπόσιος καὶ ἐδητύος ἐ. ἔρον ἕντο Il.1.469
, al.;ἱμερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέμενος Thgn.1064
. -
18 ἐξυγραίνω
A saturate, Arist.Pr. 877a33, al.:—[voice] Pass., to be full of moisture, τοῦ ἀέρος -ομένου ib. 944a21, etc.2 make watery, of the blood, Id.HA 521a12 ([voice] Pass.), cf. Plu.2.97b ([voice] Pass.): metaph., ἐ. τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ib.136b:—[voice] Pass., to be so, of plants, Thphr.CP 6.6.4.II [voice] Pass., to be deprived of moisture, Id.Lap.10.III [voice] Pass., of liquid purgations,τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα ἦν ἰσχυρῶς Hp. Prog.2
; so- αίνεσθαι τὴν κοιλίαν Plu.Arat.29
, cf. 2.914e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξυγραίνω
-
19 ἐπίστασις
A stopping, stoppage, [ τῆς κοιλίης], οὔρου, Hp.Coac. 480, Prorrh.1.110; ἐ. αἵματος sluggishness of the flow of blood, Id.Insomn.93, cf. Arist.GA 718a21; of the growth of trees, Thphr.CP2.9.1; πρὸς ἐπίστασιν τῶν ἄλλων as a deterrent to others, PAmh.2.134.9 (ii A.D.).2. violence, vehemence, ἐπαινεῖ τὴν Ζήνωνος πραγματείαν μετὰ δή τινος λαμπρᾶς ἐ. Procl. in Prm.p.604 S.II. ([etym.] ἐφίσταμαι) stopping, halt,τοῦ στρατεύματος X.An.2.4.26
, cf. Plb.8.28.13; φροντίδων ἐπιστάσεις haltings of thought, anxious thoughts, S.Ant. 225;ἐπιστάσεις καὶ διατριβαί Plu.2.48b
(following quot. of S.Ant. 232); opp. κίνησις, Arist.de An. 407a33, cf. LI 969b3.b. ἐπίστασιν ἔχει, πῶς.. there is a difficulty, as to how.., Id.Metaph. 1089b25.2. stopping to examine a thing, observation, attention,τοῦτ' ἄξιον ἐπιστάσεως, εἰ.. Id.Ph. 196a36
; μετὰ ἐ. Plb.2.2.2; μετὰπολλῆς ἐ. καὶ φιλοτιμίας D.S.29.32
;ἄξιος ἐπιστάσεως Plb.11.2.4
, Phld. Rh.1.31 S.; ἄγειν τινὰ εἰς ἐ. Plb.9.22.7; ἐξ ἐ. ῥητέον carefully, Id.3.58.3; ἐπίστασίν τινων λαμβάνειν Aristeas 256; medical treatment, care,πρὸς φλεγμονήν Sor.1.76
: generally, care, attention, Phld.Lib. p.50., Mus.p.84K.3. = ἐπιστασία 11, D.S.14.82, Ph.1.143 codd.; κατὰ τὴν ἐ. during his term as ἐπιστάτης, SIG10 (Samos, vi B.C.); ἐ. ἔργων superintendence of works, X.Mem.1.5.2;ἡ ἐ. μοι ἡ καθ' ἡμέραν 2 Ep.Cor.11.28
; oversight of students, D.H.Comp.1.4. beginning,ἐ. ποιεῖσθαι ἀπὸ.. Plb.1.12.6
; ἡ ἐ. τῆς ἱστορίας introduction, Id.2.71.7; ἀρχὴ καὶ ἐ. τῆς κατασκευῆς method of setting about construction, Ph.Bel.50.35.5. scum on urine, Hp.Aph.7.35.6. position in rear, τὴν ἐ. ἐπ' ἀλλήλοις ἔχειν one behind the other, of ships, Plb.1.26.12.7. = μέρος τι τῆς νεώς, Hsch.; cf. ἐπιστατήρ.III. onset, LXX 2 Ma.6.3;ὄχλου Act.Ap.24.12
(nisi leg. ἐπισύστασις).IV. ἐν ἐπιστάσει καὶ ἐν ἀπολογισμῷ, perh. of land of which the rent has been raised, PTeb.61 (a).163 (ii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστασις
-
20 ἔκλυσις
A release, deliverance from a thing,ἀφροσύνης Thgn. 590
(=Sol.13.70); ;τοῦδε τοῦ νοσήματος S.OT 306
;δεσμοῦ Theoc.24.33
;Ἀΐδεω AP6.219.24
(Antip.(?)).II feebleness, faintness, Hp.Aph.7.8, etc.;τῆς πόλεως ἔ. καὶ μαλακία D. 17.29
;ψυχικῶν δυνάμεων Ph.1.154
;φυσική Agatharch.55
; relaxations,Hp.
Coac. 625.2 laxity, of style, [Longin.] Rh.12.III lowering of the voice through three quarter-tones ([etym.] διέσεις), Bacch.Intr.41, Aristid.Quint.1.10, Plu.2.1141b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκλυσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοιλίης — κοιλία cavity of the body fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτάραξις — ἐκτάραξις, η (Α) διαταραχή, διατάραξη, κίνηση («ἐκτάραξις κοιλίης» η διάρροια, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek
επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… … Dictionary of Greek
κατάρρηξις — κατάρρηξις, ἡ (Α) [καταρρήγνυμι] 1. ρήξη μεμβρανών 2. φρ. «κατάρρηξις κοιλίης» δυνατή σύσπαση τής κοιλιάς για κένωση σε περίπτωση διάρροιας … Dictionary of Greek
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
περίπλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιπλύνω] υδαρής αποπάτηση («κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
υπαγωγός — όν, Α [ὑπάγω] 1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.) 2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῡ», Γαλ.) … Dictionary of Greek