Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κοιλίης

См. также в других словарях:

  • κοιλίης — κοιλία cavity of the body fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτάραξις — ἐκτάραξις, η (Α) διαταραχή, διατάραξη, κίνηση («ἐκτάραξις κοιλίης» η διάρροια, Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… …   Dictionary of Greek

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • κατάρρηξις — κατάρρηξις, ἡ (Α) [καταρρήγνυμι] 1. ρήξη μεμβρανών 2. φρ. «κατάρρηξις κοιλίης» δυνατή σύσπαση τής κοιλιάς για κένωση σε περίπτωση διάρροιας …   Dictionary of Greek

  • καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… …   Dictionary of Greek

  • περίπλυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιπλύνω] υδαρής αποπάτηση («κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • υπαγωγός — όν, Α [ὑπάγω] 1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.) 2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῡ», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»