-
1 αραιότης
-
2 ἀραιότης
-
3 ἀραιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραιότης
-
4 αραιοτήτων
-
5 ἀραιοτήτων
-
6 αραιότησι
-
7 ἀραιότησι
-
8 αραιότησιν
-
9 ἀραιότησιν
-
10 αραιότητα
-
11 ἀραιότητα
-
12 αραιότητας
-
13 ἀραιότητας
-
14 αραιότητες
-
15 ἀραιότητες
-
16 αραιότητι
-
17 ἀραιότητι
-
18 αραιότητος
-
19 ἀραιότητος
-
20 πυκνότης
A closeness, thickness, denseness, solidity, [ νεφελῶν] Ar.Nu. 384, 406; [ χρυσοῦ] Pl.Ti. 59b;π. ἡ κάτω Epicur.Nat.11.10
;π. νοητή Phld.D.3.11
; of flesh, opp. μανότης, Hp.VM22, Arist.EN 1129a23, etc.; opp. ἀραιότης, Id.Ph. 260b10 (pl.);ἡ π. τῆς ξυγκλῄσεως Th.5.71
.2 Medic., π. κοιλίης costiveness, Hp.Epid.6.3.1.4 in Tactics, close formation of the phalanx, Arr.Tact.11.1, 12.11;ἡ συνέχεια καὶ π.τῶν Ῥωμαίων Plu.Crass.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνότης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀραιότης — looseness of substance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοτήτων — ἀραιότης looseness of substance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότησι — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότησιν — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητα — ἀραιότης looseness of substance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητας — ἀραιότης looseness of substance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητες — ἀραιότης looseness of substance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητι — ἀραιότης looseness of substance fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητος — ἀραιότης looseness of substance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα … Dictionary of Greek
φοργάνη — ή φοργόνη Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀραιότης» … Dictionary of Greek