-
1 στρόβους
στρόβοςwhirling round: masc acc pl -
2 στρόφος
A twisted band or cord, ἐν δὲ σ. ἦεν ἀορτήρ on it (the wallet) was a cord to hang it by, Od.13.438: generally, cord, rope, Hdt.4.60, IG22.1631.336.3 swaddling-band, h.Ap.122, 128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφος
См. также в других словарях:
στρόβους — στρόβος whirling round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβή — Φωνητική ενότητα που μπορεί να προφερθεί κατά τρόπο αυτόνομο και η οποία, μαζί με μία ή περισσότερες άλλες, συγκροτούν μια λέξη. Σύμφωνα με την παραδοσιακή γλωσσολογία, κάθε συλλαβή αποτελείται από μία ηχητική κορυφή ή φωνητικό σημείο, γύρω από… … Dictionary of Greek